ἀργυρόηλος: Difference between revisions
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
(big3_6) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀργῠρόηλος) -ον<br />[[tachonado de plata]] ξίφος <i>Il</i>.2.45, φάσγανος <i>Il</i>.14.405, μαχαίριον Clem.Al.<i>Paed</i>.2.3.37, θρόνος <i>Il</i>.18.389, <i>Od</i>.7.162. | |dgtxt=(ἀργῠρόηλος) -ον<br />[[tachonado de plata]] ξίφος <i>Il</i>.2.45, φάσγανος <i>Il</i>.14.405, μαχαίριον Clem.Al.<i>Paed</i>.2.3.37, θρόνος <i>Il</i>.18.389, <i>Od</i>.7.162. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀργυρόηλος]], -ον (Α)<br />ο διακοσμημένος με ασημένια καρφιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A silver-studded, ξίφος Il.2.45; θρόνος Od.7.162, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόηλος: -ον, ὁ ἀργυροῖς ἥλοις διαπεπαρμένος, ξίφος ἀργρυλόηλον Ἰλ. Β. 45· θρόνος Ὀδ. Η. 162, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
garni de clous d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἦλος.
English (Autenrieth)
(ἦλος): ornamented with silver nails or knobs, silver-studded; ξιφος, θρόνος, φάσγανον, Il. 2.45, η 1, Il. 14.405.
Spanish (DGE)
(ἀργῠρόηλος) -ον
tachonado de plata ξίφος Il.2.45, φάσγανος Il.14.405, μαχαίριον Clem.Al.Paed.2.3.37, θρόνος Il.18.389, Od.7.162.
Greek Monolingual
ἀργυρόηλος, -ον (Α)
ο διακοσμημένος με ασημένια καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ήλος «καρφί»].