ἀστυάναξ: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀστῠάναξ) -ακτος<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰν-]<br /><b class="num">1</b> [[defensor de la ciudad]] θεοί A.<i>Supp</i>.1018.<br /><b class="num">2</b> [[impotente]] sexualmente, por falsa etim. a partir de στύειν (cf. [[ἄστυτος]]) Suet.<i>Blasph</i>.58, Eust.849.54, 1283.24.<br /><b class="num">3</b> subst. ὁ ἀ. n. de un pez, Hsch. | |dgtxt=(ἀστῠάναξ) -ακτος<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰν-]<br /><b class="num">1</b> [[defensor de la ciudad]] θεοί A.<i>Supp</i>.1018.<br /><b class="num">2</b> [[impotente]] sexualmente, por falsa etim. a partir de στύειν (cf. [[ἄστυτος]]) Suet.<i>Blasph</i>.58, Eust.849.54, 1283.24.<br /><b class="num">3</b> subst. ὁ ἀ. n. de un pez, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀστυάναξ]] (-ακτος), ο (AM)<br /><b>μσν.</b><br />(σε άσεμνο [[λογοπαίγνιο]]) [[άστυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άναξ]] του άστεως, ο [[αφέντης]], ο [[προστάτης]] της πόλης<br /><b>2.</b> (στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) ο [[γιος]] του Έκτορος και της Ανδρομάχης. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰν], ακτος, ὁ,
A lord of the city, epith. of certain gods, A. Supp.1018 (lyr.): in Hom. only as pr. n., Astyanax, the son of Hector:—hence Adj. Ἀστυανάκτειος, α, ον, AP9.351 (Leon.). II by an obscene pun, = ἄστυτος, Eust.849.54. III name of a fish, Hsch.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, stadtbeherrschend, θεός Aesch. Suppl. 996.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστυάναξ: ακτος, ὁ, ὁ ἄναξ τοῦ ἄστεως, ἐπίθ. θεῶν τινων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1019˙ παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, Ἀστυάναξ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἕκτορος:―ἐντεῦθεν ἐπίθ. Ἀστυανάκτειος, α, ον, Ἀνθ. Π. 9. 351. ΙΙ. κατά τι ἄσεμνον λογοπαίγνιον, = ἄστυτος, Εὐστ. 849. 54.
French (Bailly abrégé)
άνακτος (ὁ) :
qui règne dans la ville.
Étymologie: ἄστυ, ἄναξ.
Spanish (DGE)
(ἀστῠάναξ) -ακτος
• Prosodia: [-ᾰν-]
1 defensor de la ciudad θεοί A.Supp.1018.
2 impotente sexualmente, por falsa etim. a partir de στύειν (cf. ἄστυτος) Suet.Blasph.58, Eust.849.54, 1283.24.
3 subst. ὁ ἀ. n. de un pez, Hsch.
Greek Monolingual
ἀστυάναξ (-ακτος), ο (AM)
μσν.
(σε άσεμνο λογοπαίγνιο) άστυτος
αρχ.
1. ο άναξ του άστεως, ο αφέντης, ο προστάτης της πόλης
2. (στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) ο γιος του Έκτορος και της Ανδρομάχης.