ἀστασίαστος: Difference between revisions
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no afectado por las discordias]], [[libre de discordias]] de pers. o comunidades Ἀττική Th.1.2, οἱ σύμμαχοι Lys.2.55, ἡ ἀγέλη τῶν φυλάκων Pl.<i>R</i>.459e, οἱ πολίται Pl.<i>Euthd</i>.292b, τὰ τῶν ἀνθρώπων [[γένη]] Pl.<i>Lg</i>.713e, τοσαῦτα πλήθη Plb.11.19.3, [[Ἑλλάς]] D.Chr.12.74, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1006.32 (II a.C.), c. gen. πόλις ... ἀ. ἐμφυλίου βλάβης Lyd.<i>Mag</i>.1.50<br /><b class="num">•</b>de abstr. καλλίστη ... ἀστασιαστοτάτη μεῖξις καὶ κρᾶσις Pl.<i>Phlb</i>.63e, [[βίος]] Eus.Mynd.26<br /><b class="num">•</b>de formas de gobierno ὅμως δὲ ἀσφαλεστέρα καὶ ἀ. μᾶλλον ἡ [[δημοκρατία]] τῆς ὀλιγαρχίας Arist.<i>Pol</i>.1302<sup>a</sup>9, ἡ κοινὴ πολιτεία Plb.6.48.3, ἔοικέ τε ἡ Ἐπικούρου διατριβὴ πολιτείᾳ τινὶ ἀληθεῖ, ἀστασιαστοτάτῃ Numen.24.34, cf. Them.<i>Or</i>.5.69c<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. ὡς ... ἀστασιαστότερον διάγωσι D.C.52.30.8<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. como adv. ἀστασιαστότατα οἰκεῖσθαι vivir con las menores disensiones posibles</i> Pl.<i>R</i>.520d.<br /><b class="num">2</b> [[que no es objeto de discordia]] νομή <i>SB</i> 5174.5 (VI d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin discordias]] πολιτεύειν ἀ. <i>IMSipylos</i> 1.40 (III a.C.), διαμένειν ἀ. D.S.17.54, φέρειν ἀ. Herm.<i>in Phdr</i>.186. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no afectado por las discordias]], [[libre de discordias]] de pers. o comunidades Ἀττική Th.1.2, οἱ σύμμαχοι Lys.2.55, ἡ ἀγέλη τῶν φυλάκων Pl.<i>R</i>.459e, οἱ πολίται Pl.<i>Euthd</i>.292b, τὰ τῶν ἀνθρώπων [[γένη]] Pl.<i>Lg</i>.713e, τοσαῦτα πλήθη Plb.11.19.3, [[Ἑλλάς]] D.Chr.12.74, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1006.32 (II a.C.), c. gen. πόλις ... ἀ. ἐμφυλίου βλάβης Lyd.<i>Mag</i>.1.50<br /><b class="num">•</b>de abstr. καλλίστη ... ἀστασιαστοτάτη μεῖξις καὶ κρᾶσις Pl.<i>Phlb</i>.63e, [[βίος]] Eus.Mynd.26<br /><b class="num">•</b>de formas de gobierno ὅμως δὲ ἀσφαλεστέρα καὶ ἀ. μᾶλλον ἡ [[δημοκρατία]] τῆς ὀλιγαρχίας Arist.<i>Pol</i>.1302<sup>a</sup>9, ἡ κοινὴ πολιτεία Plb.6.48.3, ἔοικέ τε ἡ Ἐπικούρου διατριβὴ πολιτείᾳ τινὶ ἀληθεῖ, ἀστασιαστοτάτῃ Numen.24.34, cf. Them.<i>Or</i>.5.69c<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. ὡς ... ἀστασιαστότερον διάγωσι D.C.52.30.8<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. como adv. ἀστασιαστότατα οἰκεῖσθαι vivir con las menores disensiones posibles</i> Pl.<i>R</i>.520d.<br /><b class="num">2</b> [[que no es objeto de discordia]] νομή <i>SB</i> 5174.5 (VI d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin discordias]] πολιτεύειν ἀ. <i>IMSipylos</i> 1.40 (III a.C.), διαμένειν ἀ. D.S.17.54, φέρειν ἀ. Herm.<i>in Phdr</i>.186. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀστασίαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο [[ειρηνικός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος γίνεται [[δεκτός]] [[χωρίς]] διαφωνίες των ειδικών («[[ερμηνεία]] αστασίαστη»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[νομοταγής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A not torn by faction, Ἀττική Th.1.2; στρατός App.Hisp.72; βίος Eus.Mynd.26. 2 not liable to disturbance, νομή Sammelb.5174 (iv A. D.), etc. II of persons, free from faction or party-spirit, Lys.2.55, Pl.R.459e, etc.; of forms of government, Arist.Pol.1302a9. Adv. -τως D.S.17.54, Herm. in Phdr.p.186A.: Comp., D.C.52.30: Sup. -ότατα Pl.R.520d.
German (Pape)
[Seite 374] nicht aufrührerisch, ruhig, παρέχειν τοὺς συμμάχους Lys. 2, 55. 33, 7; nicht durch Aufruhr beunruhigt, Thuc. 1, 2; Plat. u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστᾰσίαστος: -ον, ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ διαταρασσομένη ὑπὸ στάσεων, τὴν Ἀττικήν… ἀστασίαστον οὖσαν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ ἀεὶ Θουκ. 1. 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ στασιάζων, ἥσυχος, ἀστασιάστους παρέχοντες τοὺς συμμάχους Λυσ. 195. 38., Πλάτ. Πολ. 459Ε, κτλ.· ἐπὶ πολιτευμάτων, Ἀριστ. Πολ. 5. 1, 15: - Ἐπίρρ. -τως, ἀταράχως καὶ ἀστασιάστως διαμένειν Διόδ. 17. 54 (ἀνθ’ οὗ παρὰ γραμμ. καὶ ἀστασιαστικῶς)· ὑπερθ. -ότατα, Πλάτ. Πολ. 520D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non troublé par des factions, calme, paisible;
2 étranger aux factions, non factieux.
Étymologie: ἀ, στασιάζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no afectado por las discordias, libre de discordias de pers. o comunidades Ἀττική Th.1.2, οἱ σύμμαχοι Lys.2.55, ἡ ἀγέλη τῶν φυλάκων Pl.R.459e, οἱ πολίται Pl.Euthd.292b, τὰ τῶν ἀνθρώπων γένη Pl.Lg.713e, τοσαῦτα πλήθη Plb.11.19.3, Ἑλλάς D.Chr.12.74, cf. IG 22.1006.32 (II a.C.), c. gen. πόλις ... ἀ. ἐμφυλίου βλάβης Lyd.Mag.1.50
•de abstr. καλλίστη ... ἀστασιαστοτάτη μεῖξις καὶ κρᾶσις Pl.Phlb.63e, βίος Eus.Mynd.26
•de formas de gobierno ὅμως δὲ ἀσφαλεστέρα καὶ ἀ. μᾶλλον ἡ δημοκρατία τῆς ὀλιγαρχίας Arist.Pol.1302a9, ἡ κοινὴ πολιτεία Plb.6.48.3, ἔοικέ τε ἡ Ἐπικούρου διατριβὴ πολιτείᾳ τινὶ ἀληθεῖ, ἀστασιαστοτάτῃ Numen.24.34, cf. Them.Or.5.69c
•neutr. compar. como adv. ὡς ... ἀστασιαστότερον διάγωσι D.C.52.30.8
•neutr. plu. sup. como adv. ἀστασιαστότατα οἰκεῖσθαι vivir con las menores disensiones posibles Pl.R.520d.
2 que no es objeto de discordia νομή SB 5174.5 (VI d.C.).
II adv. -ως sin discordias πολιτεύειν ἀ. IMSipylos 1.40 (III a.C.), διαμένειν ἀ. D.S.17.54, φέρειν ἀ. Herm.in Phdr.186.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀστασίαστος, -ον)
1. αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο ειρηνικός
2. εκείνος που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις
νεοελλ.
όποιος γίνεται δεκτός χωρίς διαφωνίες των ειδικών («ερμηνεία αστασίαστη»)
αρχ.
ο νομοταγής.