βλαστητικός: Difference between revisions

From LSJ
(big3_9)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que está a punto de brotar]] Thphr.<i>CP</i> 1.11.4.<br /><b class="num">2</b> [[de la germinación]] ὧραι Thphr.<i>Od</i>.63.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que está a punto de brotar]] Thphr.<i>CP</i> 1.11.4.<br /><b class="num">2</b> [[de la germinación]] ὧραι Thphr.<i>Od</i>.63.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βλαστητικός]], -ή, -ό) [[βλάστησις]]<br />ο [[σχετικός]] με τη [[βλάστηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που εξασφαλίζει τη [[διατήρηση]] της ζωής, την [[αύξηση]] και τον πολλαπλασιασμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει [[τάση]] για [[βλάστηση]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαστητικός Medium diacritics: βλαστητικός Low diacritics: βλαστητικός Capitals: ΒΛΑΣΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: blastētikós Transliteration B: blastētikos Transliteration C: vlastitikos Beta Code: blasthtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A in active growth, sprouting, Id.CP1.11.4; β. ὧραι sprouting season, Id.Od.63.

German (Pape)

[Seite 448] zum Keimen tüchtig, leicht keimend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν πρὸς βλάστησιν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 11, 4.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que está a punto de brotar Thphr.CP 1.11.4.
2 de la germinación ὧραι Thphr.Od.63.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βλαστητικός, -ή, -ό) βλάστησις
ο σχετικός με τη βλάστηση
νεοελλ.
αυτός που εξασφαλίζει τη διατήρηση της ζωής, την αύξηση και τον πολλαπλασιασμό
αρχ.
εκείνος που έχει τάση για βλάστηση.