γεώλοφος: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γήλ- X.<i>Cyr</i>.3.3.28, <i>An</i>.1.5.8, Pl.<i>Criti</i>.113d, Longus 1.1.2; γεύλ- Hsch.; dór. γάλ- Limen.14<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[de colinas]], [[montuoso]] χωρία Str.4.6.9, cf. 4.5.2, 12.7.1, πόλις Ps.Dicaearch.1.27.<br /><b class="num">2</b> [[de abundante tierra]] e.d. [[no pedregoso]] ὄρη γεώλοφα καὶ καλλίκαρπα Str.16.2.16, cf. Ps.Dicaearch.2.2<br /><b class="num">•</b>de la propia tierra [[de colina]], [[de ladera]] γῆ <i>Gp</i>.3.1.9.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ γ. [[colina]] X.<i>An</i>.l.c., Pl.l.c., Limen.l.c., Plb.1.75.4, Ph.1.191, Longus l.c., Thdt.<i>H.Rel</i>.28.1, como lugar estratégico, X.<i>Cyr</i>.l.c., D.C.<i>Epit</i>.8.25.4<br /><b class="num">•</b>tb. τό γ. Theoc.1.13, Numen.<i>SHell</i>.584.2, Hsch. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γήλ- X.<i>Cyr</i>.3.3.28, <i>An</i>.1.5.8, Pl.<i>Criti</i>.113d, Longus 1.1.2; γεύλ- Hsch.; dór. γάλ- Limen.14<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[de colinas]], [[montuoso]] χωρία Str.4.6.9, cf. 4.5.2, 12.7.1, πόλις Ps.Dicaearch.1.27.<br /><b class="num">2</b> [[de abundante tierra]] e.d. [[no pedregoso]] ὄρη γεώλοφα καὶ καλλίκαρπα Str.16.2.16, cf. Ps.Dicaearch.2.2<br /><b class="num">•</b>de la propia tierra [[de colina]], [[de ladera]] γῆ <i>Gp</i>.3.1.9.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ γ. [[colina]] X.<i>An</i>.l.c., Pl.l.c., Limen.l.c., Plb.1.75.4, Ph.1.191, Longus l.c., Thdt.<i>H.Rel</i>.28.1, como lugar estratégico, X.<i>Cyr</i>.l.c., D.C.<i>Epit</i>.8.25.4<br /><b class="num">•</b>tb. τό γ. Theoc.1.13, Numen.<i>SHell</i>.584.2, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[γήλοφος]], ο (AM [[γεώλοφος]] και [[γήλοφος]], ο<br />Α και γήλοφον, το)<br />χαμηλό ύψωμα, [[χωμάτινος]] [[λόφος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αγροίκος]], ο χοντροφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> ο σκεπασμένος με [[χώμα]] («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A crested with earth, ὄρη Str.16.2.16; χωρία Id.12.7.1. II Subst. γεώλοφος, ὁ, hill, hillock, X.Cyr.3.3.28 codd., Plb.1.75.4, Ph.1.191; γεώλοφον, τό, Theoc.1.13, Numen. ap. Ath.7.305a. 2 γεώλοφος, ὁ, boor, clod-hopper, Ael.Dion.Fr.107.
German (Pape)
[Seite 488] vgl. γήλοφος, aus Erdhügeln bestehend, ὄρη Strab. XVI p. 755; bes. ὁ γ., der Erdhügel, Pol. 1, 75, 4; Dion. Hal. 5, 38; τὸ γ. Theocr. 1, 13. 5, 101.
Greek (Liddell-Scott)
γεώλοφος: -ον, κεκαλυμμένος ὑπὸ χώματος, ὄρη Στράβ. 755. πρβλ. 570. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γεώλοφος, ὁ, λόφος, λοφίσκος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28 (διάφ. γραφ. γήλ-), Πολύβ. 1. 75, 4·οὕτω γεώλοφον, τό, Θεόκρ. 1. 13., 5. 101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le sommet est de terre (montagne), càd non boisé ; ὁ γεώλοφος, τὸ γεώλοφον, colline.
Étymologie: γῆ, λόφος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): γήλ- X.Cyr.3.3.28, An.1.5.8, Pl.Criti.113d, Longus 1.1.2; γεύλ- Hsch.; dór. γάλ- Limen.14
I 1de colinas, montuoso χωρία Str.4.6.9, cf. 4.5.2, 12.7.1, πόλις Ps.Dicaearch.1.27.
2 de abundante tierra e.d. no pedregoso ὄρη γεώλοφα καὶ καλλίκαρπα Str.16.2.16, cf. Ps.Dicaearch.2.2
•de la propia tierra de colina, de ladera γῆ Gp.3.1.9.
II subst. ὁ γ. colina X.An.l.c., Pl.l.c., Limen.l.c., Plb.1.75.4, Ph.1.191, Longus l.c., Thdt.H.Rel.28.1, como lugar estratégico, X.Cyr.l.c., D.C.Epit.8.25.4
•tb. τό γ. Theoc.1.13, Numen.SHell.584.2, Hsch.
Greek Monolingual
και γήλοφος, ο (AM γεώλοφος και γήλοφος, ο
Α και γήλοφον, το)
χαμηλό ύψωμα, χωμάτινος λόφος
αρχ.-μσν.
ο αγροίκος, ο χοντροφτιαγμένος
αρχ.
ως επίθ. ο σκεπασμένος με χώμα («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα»).