γυιαρκής: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές [[que robustece los miembros]] Pi.<i>P</i>.3.6.
|dgtxt=-ές [[que robustece los miembros]] Pi.<i>P</i>.3.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[γυιαρκής]], -ές (Α)<br />αυτός που ενισχύει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρκος]] (Ι) «το όργανο ή [[μέσο]] άμυνας<br />η [[υπεράσπιση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>απαρκής</i>, [[αυτάρκης]], [[διαρκής]])].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιαρκής Medium diacritics: γυιαρκής Low diacritics: γυιαρκής Capitals: ΓΥΙΑΡΚΗΣ
Transliteration A: gyiarkḗs Transliteration B: guiarkēs Transliteration C: gyiarkis Beta Code: guiarkh/s

English (LSJ)

ές,

   A strengthening the limbs, νωδυνία Pi.P.3.6.

German (Pape)

[Seite 508] ές, Glieder stärkend, Pind. P. 3, 6 νωδυνίαι.

Greek (Liddell-Scott)

γυιαρκής: -ές, ὁ ἐνισχύων τά μέλη, Πίνδ. Π. 3, 12.

English (Slater)

γυιαρκής
   1 strengthening the limbs τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann) (P. 3.6)

Spanish (DGE)

-ές que robustece los miembros Pi.P.3.6.

Greek Monolingual

γυιαρκής, -ές (Α)
αυτός που ενισχύει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -αρκής < άρκος (Ι) «το όργανο ή μέσο άμυνας
η υπεράσπιση» (πρβλ. απαρκής, αυτάρκης, διαρκής)].