δενδροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de un lugar [[que produce árboles]], [[boscoso]] op. [[ἄδενδρος]] de las laderas de los Alpes, Plb.3.55.9, γῆ Str.17.3.23, τήν τ' Ἀκαδήμειαν ἔκειρε, δενδροφορωτάτην <τῶν> προαστείων οὖσαν Plu.<i>Sull</i>.12, ἡ δ. (γῆ) op. αἱ σπειρόμεναι Ph.2.583, cf. 21<br /><b class="num">•</b>[[plantado con árboles]] ([[ἄρουρα]]) <i>BGU</i> 328.1.17 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[boscoso]], [[peludo]] φάραγξ del culo, Sotad.2.<br /><b class="num">2</b> rom., subst. οἱ δενδροφόροι [[portadores de árboles o ramos]] cofrades en el culto de Cibele μήτηρ δενδροφόρων <i>ITomis</i> 83.14 (II/III d.C.), cf. <i>IGBulg</i>.4.1925 (Sérdica II d.C.), <i>collegium dendroforum</i>, <i>CIL</i> 9.939 (Apulia), 1459.9 (Hispinos), 10.5968, 8108, cf. Lyd.<i>Mens</i>.4.59.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de un lugar [[que produce árboles]], [[boscoso]] op. [[ἄδενδρος]] de las laderas de los Alpes, Plb.3.55.9, γῆ Str.17.3.23, τήν τ' Ἀκαδήμειαν ἔκειρε, δενδροφορωτάτην <τῶν> προαστείων οὖσαν Plu.<i>Sull</i>.12, ἡ δ. (γῆ) op. αἱ σπειρόμεναι Ph.2.583, cf. 21<br /><b class="num">•</b>[[plantado con árboles]] ([[ἄρουρα]]) <i>BGU</i> 328.1.17 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[boscoso]], [[peludo]] φάραγξ del culo, Sotad.2.<br /><b class="num">2</b> rom., subst. οἱ δενδροφόροι [[portadores de árboles o ramos]] cofrades en el culto de Cibele μήτηρ δενδροφόρων <i>ITomis</i> 83.14 (II/III d.C.), cf. <i>IGBulg</i>.4.1925 (Sérdica II d.C.), <i>collegium dendroforum</i>, <i>CIL</i> 9.939 (Apulia), 1459.9 (Hispinos), 10.5968, 8108, cf. Lyd.<i>Mens</i>.4.59.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[δενδροφόρος]], -ον)<br />(για [[τόπο]]) ο [[κατάλληλος]] για δενδροκαλλιέργεια<br /><b>1.</b> (αρσ. ή θηλ. ως ουσ.) [[δενδροφόρος]] ([[τόπος]] ή γη)<br />[[γεμάτος]] δένδρα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Δενδροφόροι</i><br />αυτοί που τελούν τη [[δενδροφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροφόρος Medium diacritics: δενδροφόρος Low diacritics: δενδροφόρος Capitals: ΔΕΝΔΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dendrophóros Transliteration B: dendrophoros Transliteration C: dendroforos Beta Code: dendrofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing trees, φάραγξ Theodor. ap. Ath.14.621b; ἄρουρα BGU328i17 (ii A. D.): Sup. -ώτατος Plu.Sull.12; ἡ δ. (sc. γῆ) Ph.2.583.    II in pl., tree-bearers, a guild in the cult of Cybele, μήτηρ δενδροφόρων IGRom.1.614 (Tomi, iii A.D.); freq. in Lat. Inscrr., cf. Lyd.Mens.4.59.

German (Pape)

[Seite 546] 1) Bäume, Zweige tragend, Sp. – 2) Bäume hervorbringend, Ath. XIV, 621 b; superl. Plut. Sull. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροφόρος: -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων δένδρα, Ἀθήν. 621Β· ὑπερθ. –ώτατος Πλούτ. Σύλλ. 12:― ἡ δ. (ἐνν. γῆ), Φίλων 2. 583. ΙΙ. =θυρσοφόρος, Ἰω. Λυδ. π. Μην. σ. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit litt. qui porte des arbres.
Étymologie: δένδρον, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de un lugar que produce árboles, boscoso op. ἄδενδρος de las laderas de los Alpes, Plb.3.55.9, γῆ Str.17.3.23, τήν τ' Ἀκαδήμειαν ἔκειρε, δενδροφορωτάτην <τῶν> προαστείων οὖσαν Plu.Sull.12, ἡ δ. (γῆ) op. αἱ σπειρόμεναι Ph.2.583, cf. 21
plantado con árboles (ἄρουρα) BGU 328.1.17 (II d.C.)
fig. boscoso, peludo φάραγξ del culo, Sotad.2.
2 rom., subst. οἱ δενδροφόροι portadores de árboles o ramos cofrades en el culto de Cibele μήτηρ δενδροφόρων ITomis 83.14 (II/III d.C.), cf. IGBulg.4.1925 (Sérdica II d.C.), collegium dendroforum, CIL 9.939 (Apulia), 1459.9 (Hispinos), 10.5968, 8108, cf. Lyd.Mens.4.59.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δενδροφόρος, -ον)
(για τόπο) ο κατάλληλος για δενδροκαλλιέργεια
1. (αρσ. ή θηλ. ως ουσ.) δενδροφόρος (τόπος ή γη)
γεμάτος δένδρα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δενδροφόροι
αυτοί που τελούν τη δενδροφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -φόρος < φέρω.