δηλήμων: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[dañino]], [[nocivo]], [[funesto]], [[destructor]] c. gen. obj. de pers. Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων <i>Od</i>.18.85, ὄφιες ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες serpientes que no dañan a los hombres</i> Hdt.2.74, cf. 3.109, σῦν ἐμπόρω[ν] δηλήμον' S.<i>Fr</i>.730c.19, δαίμονες ἀνθρώπων δηλήμονες Procl.<i>H</i>.1.28, γυναῖκες ... σφωιτέρων τεκέων δηλήμονες Nonn.<i>D</i>.21.110, c. gen. obj. de cosa τάφων δ. profanador de tumbas</i>, <i>AP</i> 8.228 (Gr.Naz.), cf. Triph.642, δ. πάτρης Nonn.<i>D</i>.40.178<br /><b class="num">•</b>abs. [[maléfico]] σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες <i>Il</i>.24.33, <i>Od</i>.5.118 (var.), de fieras, Iul.<i>Or</i>.3.87a, δ. [[ἀνήρ]] malhechor</i>, <i>AP</i> 8.189 (Gr.Naz.).
|dgtxt=-ον<br />[[dañino]], [[nocivo]], [[funesto]], [[destructor]] c. gen. obj. de pers. Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων <i>Od</i>.18.85, ὄφιες ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες serpientes que no dañan a los hombres</i> Hdt.2.74, cf. 3.109, σῦν ἐμπόρω[ν] δηλήμον' S.<i>Fr</i>.730c.19, δαίμονες ἀνθρώπων δηλήμονες Procl.<i>H</i>.1.28, γυναῖκες ... σφωιτέρων τεκέων δηλήμονες Nonn.<i>D</i>.21.110, c. gen. obj. de cosa τάφων δ. profanador de tumbas</i>, <i>AP</i> 8.228 (Gr.Naz.), cf. Triph.642, δ. πάτρης Nonn.<i>D</i>.40.178<br /><b class="num">•</b>abs. [[maléfico]] σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες <i>Il</i>.24.33, <i>Od</i>.5.118 (var.), de fieras, Iul.<i>Or</i>.3.87a, δ. [[ἀνήρ]] malhechor</i>, <i>AP</i> 8.189 (Gr.Naz.).
}}
{{grml
|mltxt=[[δηλήμων]], -ον (Α) [[δηλέομαι]] (Ι)]<br />αυτός που φέρνει [[φθορά]], ο [[βλαπτικός]], ο [[ολέθριος]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηλήμων Medium diacritics: δηλήμων Low diacritics: δηλήμων Capitals: ΔΗΛΗΜΩΝ
Transliteration A: dēlḗmōn Transliteration B: dēlēmōn Transliteration C: dilimon Beta Code: dhlh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A baneful, noxious, βροτῶν δηλήμονα πάντων Od.18.85, al.; ὄφιες ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες doing men no hurt, Hdt.2.74, cf. 3.109: abs., of the gods, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες Il.24.33 (in Od.5.118 nearly all codd. give ζηλήμονες): in late Prose, Jul.Or.2.87a.

German (Pape)

[Seite 560] ον, Schaden stiftend, verderblich, substantivisch = der Verderber, von δηλέομαι; Apoll. Lex. Hom. 58, 14 δηλήμονες· βλαπτικοί Bei Homer fünfmal: Odyss. 18, 85. 116. 21, 308 εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων; Odyss. 5, 118 Iliad. 24, 33 σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες (ἔξοχον ἄλλων), var. lect. ζηλήμονες, s. Scholl. und Eustath. – Herodt. 2, 74 ἱροὶ ὄφιες, ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες; 3, 109 οἱ δὲ ἄλλοι ὄφιες ἐόντες ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες κτἑ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
funeste à, gén..
Étymologie: δηλέομαι.

English (Autenrieth)

ονος: harming, destructive; subst., destroyer, Od. 18.85.

Spanish (DGE)

-ον
dañino, nocivo, funesto, destructor c. gen. obj. de pers. Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων Od.18.85, ὄφιες ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες serpientes que no dañan a los hombres Hdt.2.74, cf. 3.109, σῦν ἐμπόρω[ν] δηλήμον' S.Fr.730c.19, δαίμονες ἀνθρώπων δηλήμονες Procl.H.1.28, γυναῖκες ... σφωιτέρων τεκέων δηλήμονες Nonn.D.21.110, c. gen. obj. de cosa τάφων δ. profanador de tumbas, AP 8.228 (Gr.Naz.), cf. Triph.642, δ. πάτρης Nonn.D.40.178
abs. maléfico σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες Il.24.33, Od.5.118 (var.), de fieras, Iul.Or.3.87a, δ. ἀνήρ malhechor, AP 8.189 (Gr.Naz.).

Greek Monolingual

δηλήμων, -ον (Α) δηλέομαι (Ι)]
αυτός που φέρνει φθορά, ο βλαπτικός, ο ολέθριος.