διαγλάφω: Difference between revisions
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[excavar]] εὐνὰς δ' ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' ἁλίῃσιν <i>Od</i>.4.438. | |dgtxt=[[excavar]] εὐνὰς δ' ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' ἁλίῃσιν <i>Od</i>.4.438. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαγλάφω]] (Α) [[γλάφω]]<br />[[σκάβω]], [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ]
A scoop out, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' (v.l. -γνάψ-) Od.4.438.
Greek (Liddell-Scott)
διαγλάφω: σκάπτω, κοιλαίνω, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ’ Ὀδ. Δ. 438· οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἀπαντῶν, δι’ ὃ πιθ. ἡ διάφ. γραφ. διαγνάψασ’.
French (Bailly abrégé)
ao. part. fém. διαγλάψασα;
creuser.
Étymologie: διά, et γλαφ- cf. γλαφυρός.
English (Autenrieth)
aor. part. διαγλάψᾶσα: scoop out, Od. 4.438†.
Spanish (DGE)
excavar εὐνὰς δ' ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' ἁλίῃσιν Od.4.438.