διαπήγνυμι: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[clavar]] διὰ τῶν [[ἑαυτοῦ]] πλευρῶν διαπῆξαι τὸ ἀκόντιον Antipho 3.3.5, δόρασιν αὐτὰ (ὅπλα) ... ἐς τὴν γῆν App.<i>BC</i> 2.105<br /><b class="num">•</b>[[traspasar]] σιδάρῳ Asclep.1136P.<br /><b class="num">2</b> [[enclavar]], [[fijar]] θυσιαστήριον Cyr.Al.M.68.289D, ἁγίαν σκηνήν Cyr.Al.M.68.696B, cf. 289D<br /><b class="num">•</b>fig., en v. med. [[consolidar]] ὁ σταυρὸς ὁ διαπηξάμενος τὰ πάντα λόγῳ <i>A.Io</i>.99.1<br /><b class="num">•</b>náut., en v. med. [[ensamblar]], [[armar]] σχεδίας Luc.<i>DMort</i>.25.5<br /><b class="num">•</b>fig. [[fijar]], [[establecer]] τὸν τῆς ἀναστάσεως ... ὅρον Ath.Al.M.26.1117B<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[quedar fijado a]] τὸ παλίρρουν τῆς γνώμης εἰς στάσιμον εὐσεβείας πίστιν διαπήγνυσθαι Phot.<i>Bibl</i>.188b11.<br /><b class="num">II</b> [[solidificar]], [[congelar]] οὐ μὴν [[ἀλλά]] γε τὸ πλεῖον διέπηξεν ἢ εἰς ὕδωρ διέλυσεν (ὁ βορέας) Thphr.<i>Vent</i>.54, en v. pas. πέλανος ὁ διαπεπηγμένος Sch.A.R.1.1075-77b<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[solidificarse]], [[hacerse denso]], [[tomar consistencia]] τὸ τῆς ἄρκτου στέαρ ... διὰ τὸν χειμῶνα Arist.<i>Mir</i>.835<sup>a</sup>30. | |dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[clavar]] διὰ τῶν [[ἑαυτοῦ]] πλευρῶν διαπῆξαι τὸ ἀκόντιον Antipho 3.3.5, δόρασιν αὐτὰ (ὅπλα) ... ἐς τὴν γῆν App.<i>BC</i> 2.105<br /><b class="num">•</b>[[traspasar]] σιδάρῳ Asclep.1136P.<br /><b class="num">2</b> [[enclavar]], [[fijar]] θυσιαστήριον Cyr.Al.M.68.289D, ἁγίαν σκηνήν Cyr.Al.M.68.696B, cf. 289D<br /><b class="num">•</b>fig., en v. med. [[consolidar]] ὁ σταυρὸς ὁ διαπηξάμενος τὰ πάντα λόγῳ <i>A.Io</i>.99.1<br /><b class="num">•</b>náut., en v. med. [[ensamblar]], [[armar]] σχεδίας Luc.<i>DMort</i>.25.5<br /><b class="num">•</b>fig. [[fijar]], [[establecer]] τὸν τῆς ἀναστάσεως ... ὅρον Ath.Al.M.26.1117B<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[quedar fijado a]] τὸ παλίρρουν τῆς γνώμης εἰς στάσιμον εὐσεβείας πίστιν διαπήγνυσθαι Phot.<i>Bibl</i>.188b11.<br /><b class="num">II</b> [[solidificar]], [[congelar]] οὐ μὴν [[ἀλλά]] γε τὸ πλεῖον διέπηξεν ἢ εἰς ὕδωρ διέλυσεν (ὁ βορέας) Thphr.<i>Vent</i>.54, en v. pas. πέλανος ὁ διαπεπηγμένος Sch.A.R.1.1075-77b<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[solidificarse]], [[hacerse denso]], [[tomar consistencia]] τὸ τῆς ἄρκτου στέαρ ... διὰ τὸν χειμῶνα Arist.<i>Mir</i>.835<sup>a</sup>30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α) <b>βλ.</b> [[διαπηγνύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
A fix or thrust through, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Antipho 3.3.5; transfix, διέπᾱξε σιδάρῳ Epigr.inPTeb.3.29 (i B.C.). II freeze hard, Thphr.Vent.54: pf. -πέπηγα, intr., to be frozen, Arist.Mir.835a30. III Med., δ. σχεδίας get them put together, Luc.DMort.12.5.
German (Pape)
[Seite 595] (s. πήγνυμι), dazwischen befestigen, einfugen, übh. zusammenfügen, σχεδίας, Luc. D. Mort. 12. 5, im med.
Greek (Liddell-Scott)
διαπήγνυμι: ἐμπηγνύω διὰ μέσου, μεταξύ, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Ἀντιφῶν 123. 4. ΙΙ. παγώνων καθιστῶ τι σκληρόν, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 54· - πρκμ. τοῦ διαπήγνυμαι, -πέπηγα, εἶμαι πεπηγώς, Ἀριστ. Θαυμασ. 67. ― Μέσ., δ. σχεδίας, ἐνεργῶ ὥστε νὰ συμπηχθῶσι, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 5.
French (Bailly abrégé)
ficher ou enfoncer à travers;
Moy. διαπήγνυμαι ajuster en fixant (les unes contres les autres les planches d’un radeau).
Étymologie: διά, πήγνυμι.
Spanish (DGE)
I 1clavar διὰ τῶν ἑαυτοῦ πλευρῶν διαπῆξαι τὸ ἀκόντιον Antipho 3.3.5, δόρασιν αὐτὰ (ὅπλα) ... ἐς τὴν γῆν App.BC 2.105
•traspasar σιδάρῳ Asclep.1136P.
2 enclavar, fijar θυσιαστήριον Cyr.Al.M.68.289D, ἁγίαν σκηνήν Cyr.Al.M.68.696B, cf. 289D
•fig., en v. med. consolidar ὁ σταυρὸς ὁ διαπηξάμενος τὰ πάντα λόγῳ A.Io.99.1
•náut., en v. med. ensamblar, armar σχεδίας Luc.DMort.25.5
•fig. fijar, establecer τὸν τῆς ἀναστάσεως ... ὅρον Ath.Al.M.26.1117B
•en v. med. quedar fijado a τὸ παλίρρουν τῆς γνώμης εἰς στάσιμον εὐσεβείας πίστιν διαπήγνυσθαι Phot.Bibl.188b11.
II solidificar, congelar οὐ μὴν ἀλλά γε τὸ πλεῖον διέπηξεν ἢ εἰς ὕδωρ διέλυσεν (ὁ βορέας) Thphr.Vent.54, en v. pas. πέλανος ὁ διαπεπηγμένος Sch.A.R.1.1075-77b
•en v. med. solidificarse, hacerse denso, tomar consistencia τὸ τῆς ἄρκτου στέαρ ... διὰ τὸν χειμῶνα Arist.Mir.835a30.
Greek Monolingual
(Α) βλ. διαπηγνύω.