διαστίζω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[salpicar]], [[manchar de puntos]] ([[βραχίων]]) ... διαστίζουσα ... νῶτα κονίης (el brazo cortado) manchando de sangre el rastro de polvo</i> Nonn.<i>D</i>.28.130, en v. pas. (δορὰ παρδάλεως) τῇ μίξει τῶν ἑτεροχροούντων διεστιγμένη Basil.M.31.873B.<br /><b class="num">2</b> gram. [[puntuar]], [[poner signos de puntuación a]] τὰ Ἡρακλείτου Arist.<i>Rh</i>.1407<sup>b</sup>13.<br /><b class="num">II</b> fig. [[distinguir]], [[diferenciar]] τὴν τῆς θεότητος καὶ τοῦ σώματος φύσιν Ambr.<i>Fr</i>. en Thdt.<i>Eran</i>.188 (p.165), κρυφίην ὠδῖνα τοκετοῖο e.d. el hijo bastardo del que no lo es, Nonn.<i>D</i>.23.95, ὁ χρόνος οὐκ εἰς δύο πέρατα διαστίξει (τὸ νῦν) ἀλλ' εἰς ἕν Them.<i>in Ph</i>.141.28, Πλάτων δὲ διέστιξε πρῶτος τὸ κατ' ἄνδρα καὶ βίον ἰδιάζον Stob.2.7.3c, ἅπερ ἐπὶ τῷ τῶν γονέων προσώπῳ διεστίξαμεν Iust.<i>Nou</i>.115.4.4, abs. Arr.<i>Epict</i>.1.17.5<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. δύο σημεῖα ... διαστίξονται ἀπ' ἀλλήλων Phlp.<i>in Ph</i>.704.15, cf. 17<br /><b class="num">•</b>métr. διεστιγμένον ἐλέγειον elegíaco distinto</i> n. del pentámetro en un dístico ¯˘˘¯˘˘¯¯˘˘¯˘˘¯ Mar.Vict.111.14.
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[salpicar]], [[manchar de puntos]] ([[βραχίων]]) ... διαστίζουσα ... νῶτα κονίης (el brazo cortado) manchando de sangre el rastro de polvo</i> Nonn.<i>D</i>.28.130, en v. pas. (δορὰ παρδάλεως) τῇ μίξει τῶν ἑτεροχροούντων διεστιγμένη Basil.M.31.873B.<br /><b class="num">2</b> gram. [[puntuar]], [[poner signos de puntuación a]] τὰ Ἡρακλείτου Arist.<i>Rh</i>.1407<sup>b</sup>13.<br /><b class="num">II</b> fig. [[distinguir]], [[diferenciar]] τὴν τῆς θεότητος καὶ τοῦ σώματος φύσιν Ambr.<i>Fr</i>. en Thdt.<i>Eran</i>.188 (p.165), κρυφίην ὠδῖνα τοκετοῖο e.d. el hijo bastardo del que no lo es, Nonn.<i>D</i>.23.95, ὁ χρόνος οὐκ εἰς δύο πέρατα διαστίξει (τὸ νῦν) ἀλλ' εἰς ἕν Them.<i>in Ph</i>.141.28, Πλάτων δὲ διέστιξε πρῶτος τὸ κατ' ἄνδρα καὶ βίον ἰδιάζον Stob.2.7.3c, ἅπερ ἐπὶ τῷ τῶν γονέων προσώπῳ διεστίξαμεν Iust.<i>Nou</i>.115.4.4, abs. Arr.<i>Epict</i>.1.17.5<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. δύο σημεῖα ... διαστίξονται ἀπ' ἀλλήλων Phlp.<i>in Ph</i>.704.15, cf. 17<br /><b class="num">•</b>métr. διεστιγμένον ἐλέγειον elegíaco distinto</i> n. del pentámetro en un dístico ¯˘˘¯˘˘¯¯˘˘¯˘˘¯ Mar.Vict.111.14.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[διαστίζω]]) [[στίζω]]<br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[λέξη]] ή [[φράση]] με τα [[σημεία]] στίξεως<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] με στίγματα [[κάτι]] ή κάποιον, [[διακοσμώ]] με στίγματα<br /><b>μσν.</b><br />[[στιγματίζω]], [[καυτηριάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διακρίνω]], [[διαστέλλω]], [[χωρίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστίζω Medium diacritics: διαστίζω Low diacritics: διαστίζω Capitals: ΔΙΑΣΤΙΖΩ
Transliteration A: diastízō Transliteration B: diastizō Transliteration C: diastizo Beta Code: diasti/zw

English (LSJ)

   A distinguish by a mark, punctuate, [οὐ] ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13: generally, distinguish, Stob.2.7.3c.    2 spot, mottle, Nonn.D. 28.130.    3 brand, Just.Nov.115.4.

German (Pape)

[Seite 604] (s. στίζω), mit Punkten unterscheiden, interpungiren, Arist. rhet. 3, 5; übh. = unterscheiden, Stob.; – fleckig, bunt machen, Nonn. D. 28, 130.

Greek (Liddell-Scott)

διαστίζω: διὰ στιγμῆς διαχωρίζωδιακρίνω, θέτω σημεῖον στίξεως, οὐ ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6· ποιῶ τι διάστικτον, ποικίλλω διὰ στιγμάτων, Νόνν. Δ. 28. 130.

French (Bailly abrégé)

ao. διέστιξα;
séparer par des signes de ponctuation, ponctuer, acc..
Étymologie: διά, στίζω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 salpicar, manchar de puntos (βραχίων) ... διαστίζουσα ... νῶτα κονίης (el brazo cortado) manchando de sangre el rastro de polvo Nonn.D.28.130, en v. pas. (δορὰ παρδάλεως) τῇ μίξει τῶν ἑτεροχροούντων διεστιγμένη Basil.M.31.873B.
2 gram. puntuar, poner signos de puntuación a τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13.
II fig. distinguir, diferenciar τὴν τῆς θεότητος καὶ τοῦ σώματος φύσιν Ambr.Fr. en Thdt.Eran.188 (p.165), κρυφίην ὠδῖνα τοκετοῖο e.d. el hijo bastardo del que no lo es, Nonn.D.23.95, ὁ χρόνος οὐκ εἰς δύο πέρατα διαστίξει (τὸ νῦν) ἀλλ' εἰς ἕν Them.in Ph.141.28, Πλάτων δὲ διέστιξε πρῶτος τὸ κατ' ἄνδρα καὶ βίον ἰδιάζον Stob.2.7.3c, ἅπερ ἐπὶ τῷ τῶν γονέων προσώπῳ διεστίξαμεν Iust.Nou.115.4.4, abs. Arr.Epict.1.17.5
en v. med.-pas. δύο σημεῖα ... διαστίξονται ἀπ' ἀλλήλων Phlp.in Ph.704.15, cf. 17
métr. διεστιγμένον ἐλέγειον elegíaco distinto n. del pentámetro en un dístico ¯˘˘¯˘˘¯¯˘˘¯˘˘¯ Mar.Vict.111.14.

Greek Monolingual

(AM διαστίζω) στίζω
1. χωρίζω λέξη ή φράση με τα σημεία στίξεως
2. γεμίζω με στίγματα κάτι ή κάποιον, διακοσμώ με στίγματα
μσν.
στιγματίζω, καυτηριάζω
αρχ.-μσν.
διακρίνω, διαστέλλω, χωρίζω.