δημοσιώνης: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ trad. de lat. <i>publicanus</i>, [[publicano]], [[recaudador gener. privado de impuestos públicos mediante arriendo]], D.S.34.38, Str.4.6.7, 12.3.40, Memn.27.6, <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.261.1 (Andros I a.C.), <i>IPr</i>.111.118 (I a.C.), <i>SEG</i> 27.1159 (Cirenaica I d.C.), <i>IPhrygie</i> 1.13.2 (II d.C.?), <i>OGI</i> 629.25 (Palmira II d.C.), <i>SEG</i> 35.1439.14 (Mira II d.C.), ὁ δ. ὁ τὴν τελωνείαν μισθωσάμενος <i>SEG</i> 39.1180.110 (Éfeso I d.C.), περὶ χώρας ἥτις ἐν ἀντιλογίᾳ ἐστὶν δημοσιώ[ναις πρὸς] Περγαμηνούς <i>ISmyrna</i> 589.22 (II a.C.), cf. <i>IG</i> 7.413.5 (Oropo I a.C.), τῶν πολέω[ν ... θλιβομένων] ὑπὸ τῶν δημοσιωνῶν <i>IAphrodisias</i> 1.5.2 (I a.C.), τῶν τὸ ἐγκύκλιον ἀσχολουμένων καὶ τὸ [[ἀγορανόμιον]] δημοσιωνῶν <i>POxy</i>.44.8 (I d.C.), δ. ξενικῆς πρακτορίας <i>SB</i> 7379.8 (II d.C.), δ. τέλους καταλοχισμῶν Ἀρσι(νοίτου) <i>PTeb</i>.357.2 (II d.C.), cf. <i>PMich</i>.364.1, <i>SB</i> 12642.1 (ambos II d.C.).
|dgtxt=-ου, ὁ trad. de lat. <i>publicanus</i>, [[publicano]], [[recaudador gener. privado de impuestos públicos mediante arriendo]], D.S.34.38, Str.4.6.7, 12.3.40, Memn.27.6, <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.261.1 (Andros I a.C.), <i>IPr</i>.111.118 (I a.C.), <i>SEG</i> 27.1159 (Cirenaica I d.C.), <i>IPhrygie</i> 1.13.2 (II d.C.?), <i>OGI</i> 629.25 (Palmira II d.C.), <i>SEG</i> 35.1439.14 (Mira II d.C.), ὁ δ. ὁ τὴν τελωνείαν μισθωσάμενος <i>SEG</i> 39.1180.110 (Éfeso I d.C.), περὶ χώρας ἥτις ἐν ἀντιλογίᾳ ἐστὶν δημοσιώ[ναις πρὸς] Περγαμηνούς <i>ISmyrna</i> 589.22 (II a.C.), cf. <i>IG</i> 7.413.5 (Oropo I a.C.), τῶν πολέω[ν ... θλιβομένων] ὑπὸ τῶν δημοσιωνῶν <i>IAphrodisias</i> 1.5.2 (I a.C.), τῶν τὸ ἐγκύκλιον ἀσχολουμένων καὶ τὸ [[ἀγορανόμιον]] δημοσιωνῶν <i>POxy</i>.44.8 (I d.C.), δ. ξενικῆς πρακτορίας <i>SB</i> 7379.8 (II d.C.), δ. τέλους καταλοχισμῶν Ἀρσι(νοίτου) <i>PTeb</i>.357.2 (II d.C.), cf. <i>PMich</i>.364.1, <i>SB</i> 12642.1 (ambos II d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=[[δημοσιώνης]], ο (Α)<br />([[κατά]] τους ρωμαϊκούς χρόνους) ο [[ενοικιαστής]] τών δημόσιων προσόδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δημόσιος]] <span style="color: red;">+</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοσιώνης Medium diacritics: δημοσιώνης Low diacritics: δημοσιώνης Capitals: ΔΗΜΟΣΙΩΝΗΣ
Transliteration A: dēmosiṓnēs Transliteration B: dēmosiōnēs Transliteration C: dimosionis Beta Code: dhmosiw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A farmer of the revenue, Str.12.3.40, D.S.34.38,al., OGI629.25 (Palmyra), IG7.413 (Oropus), POxy.44.8 (i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 564] ὁ, Pächter der Staatszölle, publicanus, Strab. 4, 6, 7; D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

δημοσιώνης: -ου, ὁ, ὁ ἐνοικιαστὴς τῶν δημοσίων προσόδων, Λατ. publicanus, Στράβ. 205· ἐντεῦθεν δημοσιωνία, ἡ, ἡ ἐνοικίασις τῶν προσόδων, Μέμν. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 232, 233· καὶ δημοσιώνιον, τό, τὸ γραφεῖονκατάστημα τῶν ἐνοικιαστῶν τῶν προσόδων, Πλούτ. 2. 820C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui prend à ferme les revenus de l’État, publicain.
Étymologie: δημόσιος, ὠνέομαι.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ trad. de lat. publicanus, publicano, recaudador gener. privado de impuestos públicos mediante arriendo, D.S.34.38, Str.4.6.7, 12.3.40, Memn.27.6, IG 12.Suppl.261.1 (Andros I a.C.), IPr.111.118 (I a.C.), SEG 27.1159 (Cirenaica I d.C.), IPhrygie 1.13.2 (II d.C.?), OGI 629.25 (Palmira II d.C.), SEG 35.1439.14 (Mira II d.C.), ὁ δ. ὁ τὴν τελωνείαν μισθωσάμενος SEG 39.1180.110 (Éfeso I d.C.), περὶ χώρας ἥτις ἐν ἀντιλογίᾳ ἐστὶν δημοσιώ[ναις πρὸς] Περγαμηνούς ISmyrna 589.22 (II a.C.), cf. IG 7.413.5 (Oropo I a.C.), τῶν πολέω[ν ... θλιβομένων] ὑπὸ τῶν δημοσιωνῶν IAphrodisias 1.5.2 (I a.C.), τῶν τὸ ἐγκύκλιον ἀσχολουμένων καὶ τὸ ἀγορανόμιον δημοσιωνῶν POxy.44.8 (I d.C.), δ. ξενικῆς πρακτορίας SB 7379.8 (II d.C.), δ. τέλους καταλοχισμῶν Ἀρσι(νοίτου) PTeb.357.2 (II d.C.), cf. PMich.364.1, SB 12642.1 (ambos II d.C.).

Greek Monolingual

δημοσιώνης, ο (Α)
(κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) ο ενοικιαστής τών δημόσιων προσόδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημόσιος + ωνούμαι «αγοράζω»].