διαλαγχάνω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -λανκάνω <i>ICr</i>.4.72.5.50, 8.4, 45 (V a.C.)<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [cret. aor. part. fem. διαλακόνσαν <i>ICr</i>.4.72.8.4, 24]<br /><b class="num">1</b> rel. c. la herencia [[obtener tras reparto]], [[recibir en un reparto]] καί σφε σιδαρονόμῳ διὰ χερί ποτε λαχεῖν κτήματα A.<i>Th</i>.789 (tm.), θηκτῷ σιδήρῳ [[δῶμα]] διαλαχεῖν τόδε E.<i>Ph</i>.68, τōν δ' ἄλλον τὰν μι<ν>αν διαλακόνσαν obteniendo la mitad de las demás cosas</i>, <i>ICr</i>.4.72.8.4, cf. 45 (V a.C.), τὰ ἱερὰ τοὺς ἀνιέρους διειληχότας Ph.2.306, cf. 327.<br /><b class="num">2</b> [[repartirse por sorteo]] τὰ χρήματα Hdt.4.68, Antipho Soph.B 116, ἅπασαν γῆν Pl.<i>Criti</i>.109b, c. gen. partit. διαλακόνσαν τōν κρɛ̄μάτον <i>ICr</i>.4.72.8.24 (V a.C.), c. gen. y dat. οὐδὲ τῆς λείας Κουτριγούροις διαλαγχάνοντες Procop.<i>Goth</i>.4.18.20<br /><b class="num">•</b>gener. [[repartir(se)]] Ἀκτέωνα διέλαχον κύνες E.<i>Ba</i>.1291<br /><b class="num">•</b>[[compartir]] de las almas μοίρας (τοῦ σώματος) διέλαχον Plot.4.3.6.<br /><b class="num">3</b> [[obtener por sorteo]], [[tocar en suerte]] οἷον πολεμίαν διαλαχούσας στάσιν ἰδέας ideas a las que les ha tocado en suerte una especie de disensión enemiga interna</i> Pl.<i>Plt</i>.307c, τὰ ἱερεῖα X.<i>Ath</i>.2.9, τρεῖς (σημαίας) Plb.6.33.5, τὰς φυλακάς Plb.6.35.11, κώμας X.<i>An</i>.4.5.23, τόπον D.H.3.48, cf. 7.13, 9.52, τὸ οἰκεῖον Plu.2.719b, τὰ οἰκήματα Paus.6.20.11<br /><b class="num">•</b>[[echar a suerte por turno sucesivo]] en los juegos διαλαγχάνειν οὖν αὐτούς, καὶ τὸν λαχόντα ... Seleuc.80, οὐ γὰρ ἐθέλουσιν ἀγώνων νόμῳ πρὸς ἀλλήλας διαλαγχάνειν Fauorin.<i>de Ex</i>.5.41. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -λανκάνω <i>ICr</i>.4.72.5.50, 8.4, 45 (V a.C.)<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [cret. aor. part. fem. διαλακόνσαν <i>ICr</i>.4.72.8.4, 24]<br /><b class="num">1</b> rel. c. la herencia [[obtener tras reparto]], [[recibir en un reparto]] καί σφε σιδαρονόμῳ διὰ χερί ποτε λαχεῖν κτήματα A.<i>Th</i>.789 (tm.), θηκτῷ σιδήρῳ [[δῶμα]] διαλαχεῖν τόδε E.<i>Ph</i>.68, τōν δ' ἄλλον τὰν μι<ν>αν διαλακόνσαν obteniendo la mitad de las demás cosas</i>, <i>ICr</i>.4.72.8.4, cf. 45 (V a.C.), τὰ ἱερὰ τοὺς ἀνιέρους διειληχότας Ph.2.306, cf. 327.<br /><b class="num">2</b> [[repartirse por sorteo]] τὰ χρήματα Hdt.4.68, Antipho Soph.B 116, ἅπασαν γῆν Pl.<i>Criti</i>.109b, c. gen. partit. διαλακόνσαν τōν κρɛ̄μάτον <i>ICr</i>.4.72.8.24 (V a.C.), c. gen. y dat. οὐδὲ τῆς λείας Κουτριγούροις διαλαγχάνοντες Procop.<i>Goth</i>.4.18.20<br /><b class="num">•</b>gener. [[repartir(se)]] Ἀκτέωνα διέλαχον κύνες E.<i>Ba</i>.1291<br /><b class="num">•</b>[[compartir]] de las almas μοίρας (τοῦ σώματος) διέλαχον Plot.4.3.6.<br /><b class="num">3</b> [[obtener por sorteo]], [[tocar en suerte]] οἷον πολεμίαν διαλαχούσας στάσιν ἰδέας ideas a las que les ha tocado en suerte una especie de disensión enemiga interna</i> Pl.<i>Plt</i>.307c, τὰ ἱερεῖα X.<i>Ath</i>.2.9, τρεῖς (σημαίας) Plb.6.33.5, τὰς φυλακάς Plb.6.35.11, κώμας X.<i>An</i>.4.5.23, τόπον D.H.3.48, cf. 7.13, 9.52, τὸ οἰκεῖον Plu.2.719b, τὰ οἰκήματα Paus.6.20.11<br /><b class="num">•</b>[[echar a suerte por turno sucesivo]] en los juegos διαλαγχάνειν οὖν αὐτούς, καὶ τὸν λαχόντα ... Seleuc.80, οὐ γὰρ ἐθέλουσιν ἀγώνων νόμῳ πρὸς ἀλλήλας διαλαγχάνειν Fauorin.<i>de Ex</i>.5.41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαλαγχάνω]] (AM) [[λαγχάνω]]<br /><b>1.</b> [[διαιρώ]] ή [[διαμοιράζω]] με κλήρο<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] με κλήρο<br /><b>3.</b> [[κατατεμαχίζω]], [[κατασπαράζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A divide or part by lot, Hdt.4.68, A.Th.789 (lyr.), 816 (tm.), X.Cyr.7.3.1, etc.; θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα δ. E.Ph.68: metaph., tear in pieces, Id.Ba.1291. II obtain a share by inheritance, Leg.Gort.8.4,24; obtain by lot, D.H.3.48. III share with, τινὶ λείας Procop.Goth.4.18.
German (Pape)
[Seite 585] (s. λαγχάνω), durchs Loos vertheilen; χρήματα Her. 4, 68; γῆν κατὰ τοὺς τόπους οἱ θεοὶ δ. Plat. Critia. 109 a; Xen. Cyr. 7, 3, 1. Uebh. = zerstückeln; Aesch. Spt. 816; Eur. Bacch. 1290, von Hunden.
Greek (Liddell-Scott)
διαλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι, διαιρῶ ἢ χωρίζω διὰ κλήρου, Ἡροδ. 4. 68, Αἰσχύλ. Θήβ. 789, 816, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 1, κτλ., πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα δ. Εὐρ. Φοιν. 68· -- μεταφ., σπαράττων κόπτω εἰς τεμάχια, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1292.
French (Bailly abrégé)
f. διαλήξομαι, etc.
1 partager entre soi par la voie du sort;
2 partager violemment, déchirer, briser.
Étymologie: διά, λαγχάνω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -λανκάνω ICr.4.72.5.50, 8.4, 45 (V a.C.)
• Morfología: [cret. aor. part. fem. διαλακόνσαν ICr.4.72.8.4, 24]
1 rel. c. la herencia obtener tras reparto, recibir en un reparto καί σφε σιδαρονόμῳ διὰ χερί ποτε λαχεῖν κτήματα A.Th.789 (tm.), θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα διαλαχεῖν τόδε E.Ph.68, τōν δ' ἄλλον τὰν μι<ν>αν διαλακόνσαν obteniendo la mitad de las demás cosas, ICr.4.72.8.4, cf. 45 (V a.C.), τὰ ἱερὰ τοὺς ἀνιέρους διειληχότας Ph.2.306, cf. 327.
2 repartirse por sorteo τὰ χρήματα Hdt.4.68, Antipho Soph.B 116, ἅπασαν γῆν Pl.Criti.109b, c. gen. partit. διαλακόνσαν τōν κρɛ̄μάτον ICr.4.72.8.24 (V a.C.), c. gen. y dat. οὐδὲ τῆς λείας Κουτριγούροις διαλαγχάνοντες Procop.Goth.4.18.20
•gener. repartir(se) Ἀκτέωνα διέλαχον κύνες E.Ba.1291
•compartir de las almas μοίρας (τοῦ σώματος) διέλαχον Plot.4.3.6.
3 obtener por sorteo, tocar en suerte οἷον πολεμίαν διαλαχούσας στάσιν ἰδέας ideas a las que les ha tocado en suerte una especie de disensión enemiga interna Pl.Plt.307c, τὰ ἱερεῖα X.Ath.2.9, τρεῖς (σημαίας) Plb.6.33.5, τὰς φυλακάς Plb.6.35.11, κώμας X.An.4.5.23, τόπον D.H.3.48, cf. 7.13, 9.52, τὸ οἰκεῖον Plu.2.719b, τὰ οἰκήματα Paus.6.20.11
•echar a suerte por turno sucesivo en los juegos διαλαγχάνειν οὖν αὐτούς, καὶ τὸν λαχόντα ... Seleuc.80, οὐ γὰρ ἐθέλουσιν ἀγώνων νόμῳ πρὸς ἀλλήλας διαλαγχάνειν Fauorin.de Ex.5.41.
Greek Monolingual
διαλαγχάνω (AM) λαγχάνω
1. διαιρώ ή διαμοιράζω με κλήρο
2. παίρνω με κλήρο
3. κατατεμαχίζω, κατασπαράζω.