διᾴττω: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(9) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διᾴττω]] (Α) [[αΐσω]]<br />[[διαΐσσω]], εκτινάσσομαι, [[αναπηδώ]] || <b>αστρον.</b> (και νεοελλ.) «διάττοντες αστέρες» ή <b>ως ουσ.</b> «διάττοντες» (AM διάττοντες)<br /><b>βλ.</b> <i>μετεωρίτες</i>. | |mltxt=[[διᾴττω]] (Α) [[αΐσω]]<br />[[διαΐσσω]], εκτινάσσομαι, [[αναπηδώ]] || <b>αστρον.</b> (και νεοελλ.) «διάττοντες αστέρες» ή <b>ως ουσ.</b> «διάττοντες» (AM διάττοντες)<br /><b>βλ.</b> <i>μετεωρίτες</i>. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=διαττῶ (-άω) (Α)<br />[[κοσκινίζω]] καλά, [[ψιλοκοσκινίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. (<i>δια</i>-) <i>ττάω</i> ανάγεται σε τ. <i>τFαyω</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>tu</i><i>ā</i>- «[[κοσκινίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>titau</i>- «[[κόσκινο]]» λιθ. <i>tvoju</i> «[[μάχομαι]]», αν και σημασιολογικώς διαφορετικό από το ελλ. [[διαττάω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. διαΐσσω.
Greek (Liddell-Scott)
διᾴττω: ἴδε ἐν λ. διαΐσσω.
French (Bailly abrégé)
v. διαΐσσω.
Greek Monolingual
διᾴττω (Α) αΐσω
διαΐσσω, εκτινάσσομαι, αναπηδώ
Greek Monolingual
διαττῶ (-άω) (Α)
κοσκινίζω καλά, ψιλοκοσκινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. (δια-) ττάω ανάγεται σε τ. τFαyω < ΙΕ tuā- «κοσκινίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. titau- «κόσκινο» λιθ. tvoju «μάχομαι», αν και σημασιολογικώς διαφορετικό από το ελλ. διαττάω)].