δοχμή: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δόχμη Cratin.441<br />metrol. [[palmo o medida de cuatro dedos]] [[δέρμα]] μοχθηροῦ βοὸς ... μεῖζον ἦν δυοῖν δοχμαῖν Ar.<i>Eq</i>.318, οὗτοι δ' ἀφεστήκασι πλεῖν ἢ δύο δοχμά Ar.<i>Fr</i>.959, cf. Cratin.l.c., ἔστι δὲ τὸ φῦκος τῆς δοχμῆς τὸ πλάτος Scyl.<i>Per</i>.112<br /><b class="num">•</b>sobre la doble acentuación y el uso át. frente a σπιθαμή Ael.Dion.δ 30, Moer.δ 41, Poll.2.157, Hsch.δ 2283.
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δόχμη Cratin.441<br />metrol. [[palmo o medida de cuatro dedos]] [[δέρμα]] μοχθηροῦ βοὸς ... μεῖζον ἦν δυοῖν δοχμαῖν Ar.<i>Eq</i>.318, οὗτοι δ' ἀφεστήκασι πλεῖν ἢ δύο δοχμά Ar.<i>Fr</i>.959, cf. Cratin.l.c., ἔστι δὲ τὸ φῦκος τῆς δοχμῆς τὸ πλάτος Scyl.<i>Per</i>.112<br /><b class="num">•</b>sobre la doble acentuación y el uso át. frente a σπιθαμή Ael.Dion.δ 30, Moer.δ 41, Poll.2.157, Hsch.δ 2283.
}}
{{grml
|mltxt=[[δοχμή]] και δόχμη, η (Α)<br /><b>1.</b> [[διάστημα]] που μετριέται με το [[πλάτος]] του χεριού, [[σπιθαμή]], [[παλάμη]]<br /><b>2.</b> αυτό που περιέχεται σε μια [[παλάμη]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοχμή Medium diacritics: δοχμή Low diacritics: δοχμή Capitals: ΔΟΧΜΗ
Transliteration A: dochmḗ Transliteration B: dochmē Transliteration C: dochmi Beta Code: doxmh/

English (LSJ)

or δόχμη, ἡ, (δέχομαι)

   A space contained in a hand's breadth, Cratin.350, Ar.Eq.318, Com.Adesp.571, Scyl.112: expld. as, = παλαιστή, Sch.Ar. ad loc.; but also as, = σπιθαμή, Phot. s. h. v.; Hsch. and Suid. give both senses. (On the accent, v. Ael.Dion.Fr.136, Poll.2.157.)

German (Pape)

[Seite 663] ἡ (δέχομαι), ein Längenmaaß, Ar. Equ. 318, so weit man mit ausgespreizter Hand zwischen dem Daumen u. dem kleinen Finger fassen kann, wie Phot. lex. aus Cratin. (wo δόχμη steht) es σπιθαμή erkl., u. E. M. τὸ δεκτικὸν τῆς χειρός; Schol. Ar. erkl. παλαιστή, u. Poll. 2, 157 τοὺς τέσσαρας δακτύλους συγκλεισθέντας, also eine Breite von vier Fingern.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
palme, mesure de la largeur d’un travers de main.
Étymologie: δοχμός.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): δόχμη Cratin.441
metrol. palmo o medida de cuatro dedos δέρμα μοχθηροῦ βοὸς ... μεῖζον ἦν δυοῖν δοχμαῖν Ar.Eq.318, οὗτοι δ' ἀφεστήκασι πλεῖν ἢ δύο δοχμά Ar.Fr.959, cf. Cratin.l.c., ἔστι δὲ τὸ φῦκος τῆς δοχμῆς τὸ πλάτος Scyl.Per.112
sobre la doble acentuación y el uso át. frente a σπιθαμή Ael.Dion.δ 30, Moer.δ 41, Poll.2.157, Hsch.δ 2283.

Greek Monolingual

δοχμή και δόχμη, η (Α)
1. διάστημα που μετριέται με το πλάτος του χεριού, σπιθαμή, παλάμη
2. αυτό που περιέχεται σε μια παλάμη.