εἰκοσάμηνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de veinte meses de edad]] ὁ εἰ. [[ἀδελφός]] Theoc.<i>Ep</i>.16.
|dgtxt=-ον<br />[[de veinte meses de edad]] ὁ εἰ. [[ἀδελφός]] Theoc.<i>Ep</i>.16.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[εἰκοσάμηνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[είκοσι]] μηνών<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[είκοσι]] μήνες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εικοσάμηνο</i><br />[[διάστημα]] [[είκοσι]] μηνών.
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκοσάμηνος Medium diacritics: εἰκοσάμηνος Low diacritics: εικοσάμηνος Capitals: ΕΙΚΟΣΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: eikosámēnos Transliteration B: eikosamēnos Transliteration C: eikosaminos Beta Code: ei)kosa/mhnos

English (LSJ)

ον,

   A twenty months old, AP7.662 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 727] von zwanzig Monaten, Leon. Al. 41 (VII, 662).

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσάμηνος: -ον, ἔχων εἴκοσι μηνῶν ἡλικίαν, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 662.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(âgé) de vingt mois.
Étymologie: εἴκοσι, μήν².

Spanish (DGE)

-ον
de veinte meses de edad ὁ εἰ. ἀδελφός Theoc.Ep.16.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM εἰκοσάμηνος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών
2. αυτός που διαρκεί είκοσι μήνες
3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάμηνο
διάστημα είκοσι μηνών.