ἐκάς: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(big3_13) |
(10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<i> uel</i>[[ἑκάς]], -άδος, ἡ<br />sent. dud., n. de una [[división]] o [[lote]] de terreno <i>PDura</i> 15a.1 (II a.C.) (quizá ἑκ-). | |dgtxt=<i> uel</i>[[ἑκάς]], -άδος, ἡ<br />sent. dud., n. de una [[división]] o [[lote]] de terreno <i>PDura</i> 15a.1 (II a.C.) (quizá ἑκ-). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑκάς]], αττ. τ. ἕκας (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[μακριά]], [[μακριά]] από, σε [[απόσταση]] («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)<br /><b>2.</b> (με γεν. ως καταχρηστική [[πρόθεση]]) [[μακριά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[εκτός]]<br /><b>3.</b> προ πολλού<br /><b>4.</b> [[μετά]] από πολύ [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. <i>έ</i> και [[επίθημα]] -<i>κας</i>, που δηλώνει επιμερισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανδρακάς]], «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. <i>śata</i>-<i>śah</i> «ανά [[εκατό]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, a division of land (?), Rev.Phil.48.98 (Dura).
Spanish (DGE)
uelἑκάς, -άδος, ἡ
sent. dud., n. de una división o lote de terreno PDura 15a.1 (II a.C.) (quizá ἑκ-).
Greek Monolingual
ἑκάς, αττ. τ. ἕκας (Α)
επίρρ.
1. μακριά, μακριά από, σε απόσταση («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)
2. (με γεν. ως καταχρηστική πρόθεση) μακριά από κάποιον ή από κάτι, εκτός
3. προ πολλού
4. μετά από πολύ χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. έ και επίθημα -κας, που δηλώνει επιμερισμό (πρβλ. ανδρακάς, «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. śata-śah «ανά εκατό»)].