ἔκτηξις: Difference between revisions
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> medic. [[eliminación de líquidos orgánicos]] δυσεντερίαι ... καὶ αἱ ἄλλαι ἐκτήξιες Hp.<i>Prorrh</i>.2.8, τῆς πιμελῆς Orib.4.2.4<br /><b class="num">•</b>[[licuación]] τῶν φλεβῶν Hp.<i>Aër</i>.10<br /><b class="num">•</b>[[consunción]], [[extenuación]], [[enflaquecimiento]] excesivo ἔ. ἐσχάτη Hp.<i>Epid</i>.7.3, cf. Erot.36.16, τοῦ σώματος Gal.9.234, σαρκῶν τε καὶ στερεῶν αὐτῶν Gal.<i>Urin</i>.114, τῶν στερεῶν μορίων Steph.<i>in Hp.Progn</i>.192.40.<br /><b class="num">2</b> fig. [[aflicción extrema]] παραλύειν ταῖς ἀμέτροις ἐκτήξεσιν Basil.M.31.1349A, ψυχῆς Didym.<i>in Ps</i>.279.17. | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> medic. [[eliminación de líquidos orgánicos]] δυσεντερίαι ... καὶ αἱ ἄλλαι ἐκτήξιες Hp.<i>Prorrh</i>.2.8, τῆς πιμελῆς Orib.4.2.4<br /><b class="num">•</b>[[licuación]] τῶν φλεβῶν Hp.<i>Aër</i>.10<br /><b class="num">•</b>[[consunción]], [[extenuación]], [[enflaquecimiento]] excesivo ἔ. ἐσχάτη Hp.<i>Epid</i>.7.3, cf. Erot.36.16, τοῦ σώματος Gal.9.234, σαρκῶν τε καὶ στερεῶν αὐτῶν Gal.<i>Urin</i>.114, τῶν στερεῶν μορίων Steph.<i>in Hp.Progn</i>.192.40.<br /><b class="num">2</b> fig. [[aflicción extrema]] παραλύειν ταῖς ἀμέτροις ἐκτήξεσιν Basil.M.31.1349A, ψυχῆς Didym.<i>in Ps</i>.279.17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔκτηξις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[τήξη]], [[λέπτυνση]], [[εξάντληση]] («[[ἔκτηξις]] φλεβῶν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[ακύρωση]] συμβολαίου <b>επιγρ.</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A melting away: hence, attenuation, φλεβῶν Hp. Aër.10 (v.l. ἔκτασιν). II cancelling of contract, BCH37.91 (Beroea).
German (Pape)
[Seite 781] ἡ, das Ausschmelzen, Ausfließenmachen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτηξις: -εως, ἡ, ἡ τῆξις, ἡ ἐξάντλησις, φλεβῶν Ἱππ. π. Ἀέρ. 287.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dissolution, exténuation.
Étymologie: ἐκτήκω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medic. eliminación de líquidos orgánicos δυσεντερίαι ... καὶ αἱ ἄλλαι ἐκτήξιες Hp.Prorrh.2.8, τῆς πιμελῆς Orib.4.2.4
•licuación τῶν φλεβῶν Hp.Aër.10
•consunción, extenuación, enflaquecimiento excesivo ἔ. ἐσχάτη Hp.Epid.7.3, cf. Erot.36.16, τοῦ σώματος Gal.9.234, σαρκῶν τε καὶ στερεῶν αὐτῶν Gal.Urin.114, τῶν στερεῶν μορίων Steph.in Hp.Progn.192.40.
2 fig. aflicción extrema παραλύειν ταῖς ἀμέτροις ἐκτήξεσιν Basil.M.31.1349A, ψυχῆς Didym.in Ps.279.17.
Greek Monolingual
ἔκτηξις, η (Α)
1. τήξη, λέπτυνση, εξάντληση («ἔκτηξις φλεβῶν», Ιπποκρ.)
2. ακύρωση συμβολαίου επιγρ..