ἐνθρονισμός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[entronización]] en plu., tít. de poemas de Píndaro, Sud.s.u. Πίνδαρος.<br /><b class="num">2</b> crist. [[ocupación de la sede episcopal]], [[consagración como obispo]] τοῦ θεοσεβεστάτου ἐπισκόπου <i>CBeryt</i>.(449) <i>Act</i>.11.110 (p.30.1), cf. <i>CChalc</i>.(451) <i>Act</i>.12.31 (p.49.22).
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[entronización]] en plu., tít. de poemas de Píndaro, Sud.s.u. Πίνδαρος.<br /><b class="num">2</b> crist. [[ocupación de la sede episcopal]], [[consagración como obispo]] τοῦ θεοσεβεστάτου ἐπισκόπου <i>CBeryt</i>.(449) <i>Act</i>.11.110 (p.30.1), cf. <i>CChalc</i>.(451) <i>Act</i>.12.31 (p.49.22).
}}
{{grml
|mltxt=και ενθρονιασμός, ο (AM [[ἐνθρονισμός]]) [[ενθρονίζω]]<br />η [[άνοδος]] αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εγκατάσταση]] και [[παραμονή]] ανεπιθύμητου ανθρώπου σ' έναν χώρο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εγκαίνια]] εκκλησίας ή αγίας τράπεζας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] τών προσοδίων του Πινδάρου<br /><b>3.</b> [[βιβλίο]] στο οποίο περιγράφεται η [[τάξη]], η [[εθιμοτυπία]] τών ενθρονιασμών, εγκαινίων κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθρονισμός Medium diacritics: ἐνθρονισμός Low diacritics: ενθρονισμός Capitals: ΕΝΘΡΟΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: enthronismós Transliteration B: enthronismos Transliteration C: enthronismos Beta Code: e)nqronismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A enthroning, title of προσόδια by Pindar, Suid.

German (Pape)

[Seite 843] ὁ, das auf den Thron Setzen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθρονισμός: ὁ, τὸ ἐνθρονίζειν ἐπίσκοπον, Σύνοδ. Χαλκ. 1568Β. 2) ἐγκαίνια ἐκκλησίας, Βαλσαμ. Συνοδ. VI. 31.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 entronización en plu., tít. de poemas de Píndaro, Sud.s.u. Πίνδαρος.
2 crist. ocupación de la sede episcopal, consagración como obispo τοῦ θεοσεβεστάτου ἐπισκόπου CBeryt.(449) Act.11.110 (p.30.1), cf. CChalc.(451) Act.12.31 (p.49.22).

Greek Monolingual

και ενθρονιασμός, ο (AM ἐνθρονισμός) ενθρονίζω
η άνοδος αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο
νεοελλ.
εγκατάσταση και παραμονή ανεπιθύμητου ανθρώπου σ' έναν χώρο
μσν.
1. εγκαίνια εκκλησίας ή αγίας τράπεζας
2. τίτλος τών προσοδίων του Πινδάρου
3. βιβλίο στο οποίο περιγράφεται η τάξη, η εθιμοτυπία τών ενθρονιασμών, εγκαινίων κ.λπ.