ἐνεσία: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(6_9)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεσία''': ἡ, ([[ἐνίημι]]) [[συμβουλή]], [[προτροπή]], [[εἰσήγησις]], μόνον ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ, [[ἐννεσία]]: δοτ. πληθ. [[μετὰ]] γεν. προσ., κείνης ἐνεσίῃσι, κατ’ εἰσήγησιν ἐκείνης, Ἰλ. Ε. 894· Γαίης ἐννεσίῃσι Ἡσ. Θεογ. 494· ὑπ’ ἐννεσίῃσι Κόϊντ. Σμυρ. 3. 475· γεν. πληθ., Μηδείης... ἐννεσιάων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1364.
|lstext='''ἐνεσία''': ἡ, ([[ἐνίημι]]) [[συμβουλή]], [[προτροπή]], [[εἰσήγησις]], μόνον ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ, [[ἐννεσία]]: δοτ. πληθ. [[μετὰ]] γεν. προσ., κείνης ἐνεσίῃσι, κατ’ εἰσήγησιν ἐκείνης, Ἰλ. Ε. 894· Γαίης ἐννεσίῃσι Ἡσ. Θεογ. 494· ὑπ’ ἐννεσίῃσι Κόϊντ. Σμυρ. 3. 475· γεν. πληθ., Μηδείης... ἐννεσιάων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1364.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνεσία]] και επικ. τ. [[ἐννεσίη]], η (Α) [[ενίημι]]<br />[[προτροπή]], [[συμβουλή]], [[εισήγηση]].
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεσία Medium diacritics: ἐνεσία Low diacritics: ενεσία Capitals: ΕΝΕΣΙΑ
Transliteration A: enesía Transliteration B: enesia Transliteration C: enesia Beta Code: e)nesi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἐνίημι)

   A suggestion, used only in Ep. form ἐννεσίη: dat. pl., with gen. pers., once in Hom., κείνης ἐννεσίῃσι at her suggestion, Il.5.894; Ραίης, Διός, Ἥρης ἐνν., Hes.Th.494, h.Cer.30, Call.Dian. 108; ὑπ' ἐννεσίῃσι A.R.1.7, prob. in Q.S.3.475: gen. pl., ἐννεσιάων A.R.3.1364.

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, s. ἐννεσία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεσία: ἡ, (ἐνίημι) συμβουλή, προτροπή, εἰσήγησις, μόνον ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ, ἐννεσία: δοτ. πληθ. μετὰ γεν. προσ., κείνης ἐνεσίῃσι, κατ’ εἰσήγησιν ἐκείνης, Ἰλ. Ε. 894· Γαίης ἐννεσίῃσι Ἡσ. Θεογ. 494· ὑπ’ ἐννεσίῃσι Κόϊντ. Σμυρ. 3. 475· γεν. πληθ., Μηδείης... ἐννεσιάων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1364.

Greek Monolingual

ἐνεσία και επικ. τ. ἐννεσίη, η (Α) ενίημι
προτροπή, συμβουλή, εισήγηση.