ἐνιπλήσσω: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
(Autenrieth) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. subj. ἐνιπλήξω: intrans., [[dash]] [[into]], [[rush]] [[into]]; τάφρῳ, ἕρκει, Μ , Od. 22.469. | |auten=aor. subj. ἐνιπλήξω: intrans., [[dash]] [[into]], [[rush]] [[into]]; τάφρῳ, ἕρκει, Μ , Od. 22.469. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνιπλήσσω]] (Α) (επικ. τ. του [[ἐμπλήσσω]])<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[μέσα]], [[εμπίπτω]] («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» — και πέσουμε [[μέσα]] στη σκαμμένη τάφρο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]]<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι, [[εφορμώ]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοι<br />εμπελάσαντες, πλησιάσαντες». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. for ἐμπλήσσω.
German (Pape)
[Seite 845] u. ähnl., p. = ἐμπλήσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιπλήσσω: Ἐπικ. ἀντὶ ἐμπλήσσω.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἐμπλήσσω.
English (Autenrieth)
aor. subj. ἐνιπλήξω: intrans., dash into, rush into; τάφρῳ, ἕρκει, Μ , Od. 22.469.
Greek Monolingual
ἐνιπλήσσω (Α) (επικ. τ. του ἐμπλήσσω)
1. πέφτω μέσα, εμπίπτω («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» — και πέσουμε μέσα στη σκαμμένη τάφρο, Ομ. Ιλ.)
2. πλήττω, χτυπώ
3. επιτίθεμαι, εφορμώ
4. (κατά τον Ησύχ.) «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοι
εμπελάσαντες, πλησιάσαντες».