ἐπακουός: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(12) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπακουός]], -όν (Α) [[ακούω]]<br /><b>1.</b> (με γεν.) [[προσεκτικός]], προσηλωμένος [[ακροατής]] («ἀγορῆς ἐπακουόν ἐόντα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επήκοος]]. | |mltxt=[[ἐπακουός]], -όν (Α) [[ακούω]]<br /><b>1.</b> (με γεν.) [[προσεκτικός]], προσηλωμένος [[ακροατής]] («ἀγορῆς ἐπακουόν ἐόντα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επήκοος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο<br />δημδ. τ. [[αντί]] [[υπάκουος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A attentive to, c. gen., ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα Hes.Op. 29, cf. Call.Fr.236; cf. ἐπηκοος.
German (Pape)
[Seite 897] zuhörend; τινός, Hes. O. 29; Callim. frg. 236. Vgl. ἐπήκοος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰκουός: -όν, (ἐπακούω), ἀκροατής, ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα, ἀκροατὴν τῶν διαδικασιῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἔνθα ἐγίνοντο αἱ δίκαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 29, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 236˙ ἀλλαχοῦ ἐπήκοος.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui prête l’oreile à, qui écoute, gén..
Étymologie: ἐπακούω.
Greek Monolingual
ἐπακουός, -όν (Α) ακούω
1. (με γεν.) προσεκτικός, προσηλωμένος ακροατής («ἀγορῆς ἐπακουόν ἐόντα», Ησίοδ.)
2. επήκοος.