Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπανείρομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_9)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπανείρομαι''': ἢ -έρομαι (Ἱππ. Προγν. 37) Μέσ: - ἐπανειλημμένως ἐρωτῶ, Ἡρόδ. 1. 91., 3. 32: - παρ’ Ἀττ. ἔχομεν μόνον τὸν ἀόρ. ἐπανηρόμην, τάδε σ’ ἐπανέρομαι (ἐπανερόμαν Wellauer, Hermann, Meineke) Αἰσχύλ. Πέρσ. 973· μήδ’ [[αὖτις]] ἐπανέρῃ με Ἀριστοφ. Βάτρ. 435· τὸν θεὸν ἐπανήροντο εἰ... Θουκ. 1. 25. 2) ἐρωτῶ [[πάλιν]], εἰ ἐπανέροιτο τινά τι Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Γοργ. 451Β, 454Α. - Ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἔρομαι]].
|lstext='''ἐπανείρομαι''': ἢ -έρομαι (Ἱππ. Προγν. 37) Μέσ: - ἐπανειλημμένως ἐρωτῶ, Ἡρόδ. 1. 91., 3. 32: - παρ’ Ἀττ. ἔχομεν μόνον τὸν ἀόρ. ἐπανηρόμην, τάδε σ’ ἐπανέρομαι (ἐπανερόμαν Wellauer, Hermann, Meineke) Αἰσχύλ. Πέρσ. 973· μήδ’ [[αὖτις]] ἐπανέρῃ με Ἀριστοφ. Βάτρ. 435· τὸν θεὸν ἐπανήροντο εἰ... Θουκ. 1. 25. 2) ἐρωτῶ [[πάλιν]], εἰ ἐπανέροιτο τινά τι Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Γοργ. 451Β, 454Α. - Ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἔρομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπανείρομαι]] και [[ἐπανέρομαι]] (Α) [[είρομαι]]<br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] επανειλημμένως ερωτήσεις, [[εξετάζω]] κατ' [[επανάληψη]] ή με λεπτομέρειες («[[τάδε]] σ' ἐπανερόμαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρωτώ]] [[πάλι]], [[ξαναρωτώ]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανείρομαι Medium diacritics: ἐπανείρομαι Low diacritics: επανείρομαι Capitals: ΕΠΑΝΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: epaneíromai Transliteration B: epaneiromai Transliteration C: epaneiromai Beta Code: e)panei/romai

English (LSJ)

or ἐπαν-έρομαι (Hp.Prog.7),

   A question again and again, Hdt.1.91,3.32: Trag. and Att. only in aor. 2 ἐπανηρόμην, τάδε σ' ἐπανερόμαν A.Pers.973 (lyr.); μηδ' αὖθις ἐπανέρῃ με Ar.Ra.439; inquire further, Hp.l.c.    2 ask again, εἰ ἐπανέροιτό τινά τι Pl.Prt.329a, cf. Grg.451b; ὅντινα . . J.AJ18.6.6.

German (Pape)

[Seite 902] ion. = ἐπανέρομαι, Her. 3, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανείρομαι: ἢ -έρομαι (Ἱππ. Προγν. 37) Μέσ: - ἐπανειλημμένως ἐρωτῶ, Ἡρόδ. 1. 91., 3. 32: - παρ’ Ἀττ. ἔχομεν μόνον τὸν ἀόρ. ἐπανηρόμην, τάδε σ’ ἐπανέρομαι (ἐπανερόμαν Wellauer, Hermann, Meineke) Αἰσχύλ. Πέρσ. 973· μήδ’ αὖτις ἐπανέρῃ με Ἀριστοφ. Βάτρ. 435· τὸν θεὸν ἐπανήροντο εἰ... Θουκ. 1. 25. 2) ἐρωτῶ πάλιν, εἰ ἐπανέροιτο τινά τι Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Γοργ. 451Β, 454Α. - Ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρομαι.

Greek Monolingual

ἐπανείρομαι και ἐπανέρομαι (Α) είρομαι
1. υποβάλλω επανειλημμένως ερωτήσεις, εξετάζω κατ' επανάληψη ή με λεπτομέρειες («τάδε σ' ἐπανερόμαν», Αισχύλ.)
2. ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ.