ἐπαρτίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(6_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαρτίζω''': [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], πάντα... ἐπαρτίσσειεν ἰόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1210. - Μέσ. μετ’ ἀπαρ., ἐπαρτίζοντο νέεσθαι, παρεσκευάζοντο νά.., [[αὐτόθι]] 877.
|lstext='''ἐπαρτίζω''': [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], πάντα... ἐπαρτίσσειεν ἰόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1210. - Μέσ. μετ’ ἀπαρ., ἐπαρτίζοντο νέεσθαι, παρεσκευάζοντο νά.., [[αὐτόθι]] 877.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαρτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>επαρτίζομαι</i> (με απρμφ.) ετοιμάζομαι<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> προσαρμόζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αρχίζω]] «[[κοσμώ]], [[παρασκευάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρτίζω Medium diacritics: ἐπαρτίζω Low diacritics: επαρτίζω Capitals: ΕΠΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: epartízō Transliteration B: epartizō Transliteration C: epartizo Beta Code: e)parti/zw

English (LSJ)

   A get ready, in Ep. aor. ἐπαρτίσσειεν A.R.1.1210:—Med., c. inf., ib.877.    II intr., fit in, ἐς τὸν μυκτῆρα Hp.Morb.2.33.

German (Pape)

[Seite 905] bereiten, zurüsten; πάντα ἐπαρτίσσειεν Ap. Rh. 1, 1210; im med., 1, 877.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρτίζω: ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, πάντα... ἐπαρτίσσειεν ἰόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1210. - Μέσ. μετ’ ἀπαρ., ἐπαρτίζοντο νέεσθαι, παρεσκευάζοντο νά.., αὐτόθι 877.

Greek Monolingual

ἐπαρτίζω (Α)
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω
2. μέσ. επαρτίζομαι (με απρμφ.) ετοιμάζομαι
3. (αμτβ.) προσαρμόζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρχίζω «κοσμώ, παρασκευάζω»].