ἐπήτριμος: Difference between revisions
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(Autenrieth) |
(13) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[thick]] [[together]], [[numerous]]; πίπτειν, ‘[[thick]] and [[fast]],’ Il. 19.226, Il. 18.211, 552. | |auten=[[thick]] [[together]], [[numerous]]; πίπτειν, ‘[[thick]] and [[fast]],’ Il. 19.226, Il. 18.211, 552. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπήτριμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[πυκνοϋφασμένος]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[πυκνός]], ο [[ένας]] [[κοντά]] στον [[άλλο]], [[αλλεπάλληλος]] («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ήτριον]] «[[στημόνι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἤτριον) prop.
A woven to, closely woven: hence, generally, close, thronged, πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι torch upon torch, Il.18.211; δράγματα . . ἐ. πῖπτον ἔραζε ib.552; λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι . . πίπτουσι too many one after another, 19.226, cf. A.R. 1.30, etc.: later in sg., κῦμα Q.S.14.248; ὄχλος Opp.C.3.382: neut. pl. as Adv., ib.1.322, al.
German (Pape)
[Seite 921] (ἤτριον, also eigtl. angewebt), dicht an einander, πυρσοὶ ἐπήτριμοι, Fackel an Fackel gedrängt, Il. 18, 211, vgl. 18, 552; von der Zeit, ἔπιπτον ἐπ., schnell nach einander, 19, 226; sp. Ep., wie Ap. Rh. 1, 30. Nach Hesych., wie π υκνός, verständig, v. l. ἐπήτριος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπήτρῐμος: -ον, (ἤτριον) κυρίως μὲν παρυφασμένος, πυκνῶς συνυφασμένος, καθόλου δὲ πυκνός, ἐπάλληλος· πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι Ἰλ. Σ. 211· δράγματα δ’ ἄλλα μετ’ ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε, ἔπιπτον ἀλλεπάλληλα ἐπὶ τῆς γῆς, αὐτόθι 552· λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι... πίπτουσι Τ. 226.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au tissu serré ; dru, pressé, nombreux.
Étymologie: ἐπί, ἤτριον.
English (Autenrieth)
thick together, numerous; πίπτειν, ‘thick and fast,’ Il. 19.226, Il. 18.211, 552.
Greek Monolingual
ἐπήτριμος, -ον (Α)
1. ο πυκνοϋφασμένος
2. γεν. πυκνός, ο ένας κοντά στον άλλο, αλλεπάλληλος («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήτριον «στημόνι» + επίθημα -ιμος].