ἐπιμοίριος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du destin, fatal.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μοῖρα]].
|btext=ος, ον :<br />du destin, fatal.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μοῖρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμοίριος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει στη [[μοίρα]], που καθορίζεται από τη [[μοίρα]], ο [[μοιραίος]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμοίριος Medium diacritics: ἐπιμοίριος Low diacritics: επιμοίριος Capitals: ΕΠΙΜΟΙΡΙΟΣ
Transliteration A: epimoírios Transliteration B: epimoirios Transliteration C: epimoirios Beta Code: e)pimoi/rios

English (LSJ)

ον,

   A fated, νήματα AP7.504 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 964] νήματα, des Schicksals Faden, Leon. Tar. 93 (VII, 504).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμοίριος: -ον, (μοῖρα) εἰς τὴν μοῖραν ἀνήκων, μοιραῖος, νήματα Ἀνθ. Π. 7. 504.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du destin, fatal.
Étymologie: ἐπί, μοῖρα.

Greek Monolingual

ἐπιμοίριος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στη μοίρα, που καθορίζεται από τη μοίρα, ο μοιραίος.