ἐπιπολασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(6_14)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιπολασμός''': ὁ, = τῷ προηγ., ἐπ. τῆς ζέσεως Ἀριστ. Προβλ. 22. 8. 2) μεταφ., [[ἔπαρσις]], [[ἀλαζονεία]], [[αὐθάδεια]], Διον. Ἁλ. 6. 65˙ πρβλ. [[ἐπιπολάζω]].
|lstext='''ἐπιπολασμός''': ὁ, = τῷ προηγ., ἐπ. τῆς ζέσεως Ἀριστ. Προβλ. 22. 8. 2) μεταφ., [[ἔπαρσις]], [[ἀλαζονεία]], [[αὐθάδεια]], Διον. Ἁλ. 6. 65˙ πρβλ. [[ἐπιπολάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπολασμός]], ὁ (AM) [[επιπολάζω]]<br />[[επίπλευση]], [[επιπόλαση]], [[παραμονή]] στη [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάση]] για [[ναυτία]], [[αναγούλα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προπέτεια]], [[αλαζονεία]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπολασμός Medium diacritics: ἐπιπολασμός Low diacritics: επιπολασμός Capitals: ΕΠΙΠΟΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: epipolasmós Transliteration B: epipolasmos Transliteration C: epipolasmos Beta Code: e)pipolasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg.,

   A ἐ. τῆς ζέσεως Id.Pr.930b31; λιποθυμώδεις . retchings with faintness, Archig. ap. Orib.8.1.26.    2. metaph., arrogance, insolence, D.H.6.65.

German (Pape)

[Seite 971] ὁ, das Obenaufsein, auf die Oberfläche Kommen, Aufsteigen, τῆς ζέσεως Arist. probl. 22, 8. – Uebertr., ἐπιπολασμὸν ποιεῖσθαι κατά τινος, sich übermüthig gegen Einen betragen, D. Hal. 6, 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπολασμός: ὁ, = τῷ προηγ., ἐπ. τῆς ζέσεως Ἀριστ. Προβλ. 22. 8. 2) μεταφ., ἔπαρσις, ἀλαζονεία, αὐθάδεια, Διον. Ἁλ. 6. 65˙ πρβλ. ἐπιπολάζω.

Greek Monolingual

ἐπιπολασμός, ὁ (AM) επιπολάζω
επίπλευση, επιπόλαση, παραμονή στη επιφάνεια
αρχ.
1. τάση για ναυτία, αναγούλα
2. μτφ. προπέτεια, αλαζονεία.