ἐπισμυγερός: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σμυγερός]].
|btext=ά, όν :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σμυγερός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισμυγερός]], -ά, -όν (Α)<br />[[οικτρός]], [[ελεεινός]] (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σμυγερός]] «[[οδυνηρός]], [[λυπηρός]]»].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισμῠγερός Medium diacritics: ἐπισμυγερός Low diacritics: επισμυγερός Capitals: ΕΠΙΣΜΥΓΕΡΟΣ
Transliteration A: epismygerós Transliteration B: epismygeros Transliteration C: epismygeros Beta Code: e)pismugero/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A gloomy, sad, Ἀχλύς Hes.Sc.264; αἶσα A.R. 4.1065.—Hom. has only the Adv. -ρῶς, ἀπέτεισεν sadly did he pay for it, Od.3.195; ἐ. ναυτίλλεται at his peril, to his misfortune doth he sail, 4.672, cf.A.R.1.616.

German (Pape)

[Seite 980] schmählich, schrecklich, jämmerlich, ἀχλύς Hes. Sc. 264; αἶσα Ap. Rh. 4, 1065. – Adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, schmählich büßte er, Od. 3, 194; ναυτίλλεται 4, 672; öfter bei Ap. Rh.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισμῠγερός: -ά, -όν, οἰκτρός, ἐλεεινός, πὰρ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει, ἐπισμυγερὴ καὶ αἰνὴ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 264· αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1065. ― Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν,. οἰκτρῶς, ὀδυνηρῶς ἐπλήρωσεν, Ὀδ. Γ. 195· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἐαυτοῦ, ἐπιπόνως» (Σχολιαστ.), «ἀθλίως, χαλεπῶς… παρέλκει δὲ ἡ ἐπὶ» (ὁ αὐτ.). Δ. 672.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
lamentable.
Étymologie: ἐπί, σμυγερός.

Greek Monolingual

ἐπισμυγερός, -ά, -όν (Α)
οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ.
β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»].