ἐπίπηξ: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(6_14) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίπηξ''': ὁ, = [[ἐπίπηγμα]], Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 40· κλὼν πρὸς ἐγκεντρισμόν, [[ἔνθεμα]], Γεωπ. 4. 12, 8. | |lstext='''ἐπίπηξ''': ὁ, = [[ἐπίπηγμα]], Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 40· κλὼν πρὸς ἐγκεντρισμόν, [[ἔνθεμα]], Γεωπ. 4. 12, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίπηξ]], ὁ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[κλαδί]] που θα εγκεντρισθεί, θα μπολιασθεί [[κάπου]], το [[μπόλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[επίπηγμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
πηγος, ὁ,
A = ἐπίπηγμα, Apollod.Poliorc.188.4. 2. graft, Gp.4.12.8.
German (Pape)
[Seite 969] ηγος, ὁ, = ἐπίπηγμα, Mathem.; Pfropfreis, Geop.; vgl. Lob. paralip. 279.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπηξ: ὁ, = ἐπίπηγμα, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 40· κλὼν πρὸς ἐγκεντρισμόν, ἔνθεμα, Γεωπ. 4. 12, 8.
Greek Monolingual
ἐπίπηξ, ὁ (AM)
μσν.
κλαδί που θα εγκεντρισθεί, θα μπολιασθεί κάπου, το μπόλι
αρχ.
το επίπηγμα.