ἐπίπηξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(6_14)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίπηξ''': ὁ, = [[ἐπίπηγμα]], Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 40· κλὼν πρὸς ἐγκεντρισμόν, [[ἔνθεμα]], Γεωπ. 4. 12, 8.
|lstext='''ἐπίπηξ''': ὁ, = [[ἐπίπηγμα]], Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 40· κλὼν πρὸς ἐγκεντρισμόν, [[ἔνθεμα]], Γεωπ. 4. 12, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίπηξ]], ὁ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[κλαδί]] που θα εγκεντρισθεί, θα μπολιασθεί [[κάπου]], το [[μπόλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[επίπηγμα]].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπηξ Medium diacritics: ἐπίπηξ Low diacritics: επίπηξ Capitals: ΕΠΙΠΗΞ
Transliteration A: epípēx Transliteration B: epipēx Transliteration C: epipiks Beta Code: e)pi/phc

English (LSJ)

πηγος, ὁ,

   A = ἐπίπηγμα, Apollod.Poliorc.188.4.    2. graft, Gp.4.12.8.

German (Pape)

[Seite 969] ηγος, ὁ, = ἐπίπηγμα, Mathem.; Pfropfreis, Geop.; vgl. Lob. paralip. 279.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπηξ: ὁ, = ἐπίπηγμα, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 40· κλὼν πρὸς ἐγκεντρισμόν, ἔνθεμα, Γεωπ. 4. 12, 8.

Greek Monolingual

ἐπίπηξ, ὁ (AM)
μσν.
κλαδί που θα εγκεντρισθεί, θα μπολιασθεί κάπου, το μπόλι
αρχ.
το επίπηγμα.