ἐπιτύφομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_22)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτύφομαι''': ῡ: Παθ., κατακαίομαι, Φιλόστρ. 516, 854· - μεταφ., καταφλέγομαι ὑπὸ ἔρωτος, [[ὅπως]] ἂν ἀνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου, δηλ. ἐπικαυθῇ ἐπ’ ἐμοί, ἐπικαῇ, ἐκπυρωθῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 221· [[θηρίον]]... Τυφῶνος... [[μᾶλλον]] ἐπιτεθυμμένον, μαινόμενον, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α ([[ἄλλοτε]] ἐγράφετο ἐπιτεθυμένον)· τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσύχ. «ἐπιτύφω· ἐπαπολύω. Συρακούσιοι».
|lstext='''ἐπιτύφομαι''': ῡ: Παθ., κατακαίομαι, Φιλόστρ. 516, 854· - μεταφ., καταφλέγομαι ὑπὸ ἔρωτος, [[ὅπως]] ἂν ἀνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου, δηλ. ἐπικαυθῇ ἐπ’ ἐμοί, ἐπικαῇ, ἐκπυρωθῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 221· [[θηρίον]]... Τυφῶνος... [[μᾶλλον]] ἐπιτεθυμμένον, μαινόμενον, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α ([[ἄλλοτε]] ἐγράφετο ἐπιτεθυμένον)· τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσύχ. «ἐπιτύφω· ἐπαπολύω. Συρακούσιοι».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτύφομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανάβω]], κατακαίομαι («ἐπιτεθυμένοι καὶ μέλανες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> καίγομαι από έρωτα («[[ὅπως]] ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> [[μαίνομαι]] («[[εἴτε]] τι [[θηρίον]] [[τυγχάνω]] Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾱλλον ἐπιτεθυμμένον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τύφω]] «[[καπνίζω]], [[κατακαίω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτύφομαι Medium diacritics: ἐπιτύφομαι Low diacritics: επιτύφομαι Capitals: ΕΠΙΤΥΦΟΜΑΙ
Transliteration A: epitýphomai Transliteration B: epityphomai Transliteration C: epityfomai Beta Code: e)pitu/fomai

English (LSJ)

[ῡ], Pass., aor. 2 -ετύφην [ῠ] Ar.Lys.221:—

   A to be burnt up, esp. by lightning, Philostr. VS1.21.2, cf. Im.2.29 : metaph., to be inflamed by love, τινος for one, Ar.l.c.; ἐπιτεθυμμένος furious, Pl. Phdr.230a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτύφομαι: ῡ: Παθ., κατακαίομαι, Φιλόστρ. 516, 854· - μεταφ., καταφλέγομαι ὑπὸ ἔρωτος, ὅπως ἂν ἀνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου, δηλ. ἐπικαυθῇ ἐπ’ ἐμοί, ἐπικαῇ, ἐκπυρωθῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 221· θηρίον... Τυφῶνος... μᾶλλον ἐπιτεθυμμένον, μαινόμενον, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α (ἄλλοτε ἐγράφετο ἐπιτεθυμένον)· τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσύχ. «ἐπιτύφω· ἐπαπολύω. Συρακούσιοι».

Greek Monolingual

ἐπιτύφομαι (Α)
1. ανάβω, κατακαίομαι («ἐπιτεθυμένοι καὶ μέλανες», Σοφ.)
2. παθ. μτφ. καίγομαι από έρωτα («ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου», Αριστοφ.)
3. γεν. μαίνομαιεἴτε τι θηρίον τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾱλλον ἐπιτεθυμμένον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τύφω «καπνίζω, κατακαίω»].