εὔβλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔβλητος''': -ον, εὐκόλως βαλλόμενος, εὐπρόσβλητος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 79, Συρ. 35.
|lstext='''εὔβλητος''': -ον, εὐκόλως βαλλόμενος, εὐπρόσβλητος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 79, Συρ. 35.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔβλητος]], -ον (Α)<br />αυτός που βάλλεται εύκολα, ο [[ευπρόσβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>από</i>-<i>βλητος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔβλητος Medium diacritics: εὔβλητος Low diacritics: εύβλητος Capitals: ΕΥΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: eúblētos Transliteration B: eublētos Transliteration C: eyvlitos Beta Code: eu)/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A easily hit, exposed to blows, App.BC2.79; τοῖς πολεμίοις Id.Syr.35.

German (Pape)

[Seite 1058] leicht zu treffen, dem Schuß ausgesetzt, App. Syr. 35 Civ. 2, 79.

Greek (Liddell-Scott)

εὔβλητος: -ον, εὐκόλως βαλλόμενος, εὐπρόσβλητος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 79, Συρ. 35.

Greek Monolingual

εὔβλητος, -ον (Α)
αυτός που βάλλεται εύκολα, ο ευπρόσβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλητός (< βάλλω), πρβλ. από-βλητος].