εὐδιανός: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(SL_1) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>εὐδῐᾱνός</b> <br /> <b>1</b> [[warm]] ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν [[φάρμακον]] αὐρᾶν Πελλάνᾳ [[φέρε]] (O. 9.97) | |sltr=<b>εὐδῐᾱνός</b> <br /> <b>1</b> [[warm]] ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν [[φάρμακον]] αὐρᾶν Πελλάνᾳ [[φέρε]] (O. 9.97) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐδιανός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εύδιος]] («ψυχρᾱν εὐδιανὸν [[φάρμακον]] αὐρᾱν» — ζεστό [[φάρμακο]] για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό [[ρούχο]], <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευδία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ροδ</i>-<i>ανός</i>, <i>τραγ</i>-<i>ανός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = εὔδιος, ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν a warm remedy for chill airs, i.e. a warm cloak, Pi.O.9.97, cj. in P.5.10.
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, = εὔδιος, Pind. P. 5, 10; daher ein warmes Winterkleid εὐδιανὸν φάρμακον αὐρῶν heißt, Ol. 9, 97.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιανός: -ή, -όν, = εὔδιος, θαυμαστὸς ἐὼν φάνη… καὶ ψυχρᾶν ὁπότ’ εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε, «ἐφάνη δὲ θαυμάσιος καὶ ἡνίκα τῶν ψυχρῶν αὐρῶν τὸ φάρμακον (δηλ. τὴν χλαμύδα) ἐπηνέγκατο ἐν τῇ Πελλήνῃ (ἔνθα ἐτελεῖτο ἀγὼν τὰ Ἕρμαια)˙ ταὐτην γὰρ ἐλάμβανον τὴν χλαμύδα οἱ νικῶντες» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 9. 146, πρβλ. Bökh εἰς Πίνδ. 5. 10.
English (Slater)
εὐδῐᾱνός
1 warm ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (O. 9.97)
Greek Monolingual
εὐδιανός, -ή, -όν (Α)
εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾱν» — ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + -ανός (πρβλ. ροδ-ανός, τραγ-ανός)].