εὐκρασία: Difference between revisions
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> température bien équilibrée, bonne température;<br /><b>2</b> bon tempérament.<br />'''Étymologie:''' [[εὔκρατος]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ἀκρασία]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> température bien équilibrée, bonne température;<br /><b>2</b> bon tempérament.<br />'''Étymologie:''' [[εὔκρατος]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ἀκρασία]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκρασία]], Α και εὐκρασίη) [[εύκρατος]]<br /><b>1.</b> η [[γλυκύτητα]] του καιρού, η ήπια [[θερμοκρασία]], η [[ηπιότητα]] του κλίματος («ἐν ταῑς εὐκρασίαις» — στα εύκρατα κλίματα, Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η καλή [[κράση]] του οργανισμού, η καλή [[ιδιοσυγκρασία]] («[[εὐκρασία]] τοῡ σώματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />η καλή [[ανάμιξη]] («[[εὐκρασία]] τῶν ποτῶν», Κλήμ. Αλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
(late εὐκοσμ-κρᾰσίη Man.5.59), ἡ,
A good temperature, mildness, τῶν ὡρῶν Pl. Ti.24c; τοῦ ἀέρος Plb.34.8.4: abs., Arist.Pr.860b12; ἐν ταῖς εὐκρασίαις in good climates, Thphr.CP3.21.1. 2 of persons, εὐ. τοῦ σώματος good temperament, Arist.PA673b25, cf. GA744a30, Zeno Stoic.1.37, Gal.6.31, etc.
German (Pape)
[Seite 1076] ἡ, die gute Mischung, Temperatur, τῶν ὡρῶν Plat. Tim. 24 c u. Folgde; auch σώματος, Arist. part. an. 3, 12; bes. vom Klima, Pol. 34, 8, 4; χώρας, τόπων, D. Sic. 1, 10. 80. [bei Man. 5, 59 εὐκρᾰσία].
Greek (Liddell-Scott)
εὐκρᾱσία: ἡ, τὸ εὖ κεκερασμένον, καλὴ θερμοκρασία, τῶν ὡρῶν Πλάτ. Τίμ. 24C· τοῦ ἀέρος Πολύβ. 34. 8, 4: ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 11, π. Φυτ. 1. 2, 9· ἐν ταῖς εὐκρασίαις, ἐν τοῖς εὐκράτοις κλίμασι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 1. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκρ. τοῦ σώματος, καλὴ κρᾶσις, ἰδιοσυγκρασία, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, 4, πρβλ π. Ζ. Γεν. 2. 6, 37.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 température bien équilibrée, bonne température;
2 bon tempérament.
Étymologie: εὔκρατος.
Ant. ἀκρασία.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐκρασία, Α και εὐκρασίη) εύκρατος
1. η γλυκύτητα του καιρού, η ήπια θερμοκρασία, η ηπιότητα του κλίματος («ἐν ταῑς εὐκρασίαις» — στα εύκρατα κλίματα, Θεόφρ.)
2. (για πρόσ.) η καλή κράση του οργανισμού, η καλή ιδιοσυγκρασία («εὐκρασία τοῡ σώματος», Αριστοτ.)
αρχ.
η καλή ανάμιξη («εὐκρασία τῶν ποτῶν», Κλήμ. Αλ.).