ἐφιππάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=aller à cheval, chevaucher.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἱππάζομαι]].
|btext=aller à cheval, chevaucher.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἱππάζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐφιππάζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εφορμώ]] [[έφιππος]], επιτίθεμαι<br /><b>2.</b> [[ιππεύω]]<br /><b>3.</b> [[τρέχω]] [[έφιππος]]<br /><b>4.</b> (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («[[ἄνωθεν]] ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἱππάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφιππάζομαι Medium diacritics: ἐφιππάζομαι Low diacritics: εφιππάζομαι Capitals: ΕΦΙΠΠΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ephippázomai Transliteration B: ephippazomai Transliteration C: efippazomai Beta Code: e)fippa/zomai

English (LSJ)

   A ride a tilt at, λόγοις Cratin.358.    2 ride upon, ἐπὶ δελφῖνος Luc.DMar.6.2; sens. obsc., Artem.1.79.    3 abs., ride, Palaeph.52, Jul.Or.2.60a.

German (Pape)

[Seite 1119] darauf reiten, ἐπί τινος, Luc. D. Mar. 6, 2; im obscönen Sinne, Artemid. 1, 79. – Cratin. bei B. A. 39, 10 sagt ἐφιππάσασθαι λόγοις, was καταδραμεῖν erklärt wird, losziehen mit Worten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφιππάζομαι: ἐφορμῶ ἔφιππος κατά τινος, μεταφ., ἐφιππάσασθαι λόγοις, καταδραμεῖν, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 131· πρβλ. καθιππάζομαι. 2) ἱππεύω, ἐποχοῦμαι, δελφῖνά μοί τινα τῶν ὠκέων παράστησον· ἐφιππάσομαι γὰρ αὐτοῦ Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 2· ἐπὶ σημασίας αἰσχρᾶς, ἄνωθεν ἐπικειμένην ἢ ἐφιππαζομένην Ἀρτεμίδ. 1. 79.

French (Bailly abrégé)

aller à cheval, chevaucher.
Étymologie: ἐπί, ἱππάζομαι.

Greek Monolingual

ἐφιππάζομαι (Α)
1. εφορμώ έφιππος, επιτίθεμαι
2. ιππεύω
3. τρέχω έφιππος
4. (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («ἄνωθεν ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππάζομαι.