ἐχεπάμων: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(6_17) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχεπάμων''': -ον, ὁ ἔχων νόμιμον [[δικαίωμα]] κληρονομίας, [[ἐπίκληρος]], ἐχέπαμον γένος ἐν τᾷ ἱστίᾳ Λοκρ. Ἐπιγρ. ἔκδ. Οἰκονομ. σ. 123, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155. | |lstext='''ἐχεπάμων''': -ον, ὁ ἔχων νόμιμον [[δικαίωμα]] κληρονομίας, [[ἐπίκληρος]], ἐχέπαμον γένος ἐν τᾷ ἱστίᾳ Λοκρ. Ἐπιγρ. ἔκδ. Οἰκονομ. σ. 123, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐχεπάμων]], -ον (Α)<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που έχει νόμιμο [[δικαίωμα]] ιδιοκτησίας ως [[κληρονόμος]] ή [[αντιπρόσωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> [[επάμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[έπομαι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος,
A holding property: hence, heir or representative, IG9(1).334.16 (Locr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεπάμων: -ον, ὁ ἔχων νόμιμον δικαίωμα κληρονομίας, ἐπίκληρος, ἐχέπαμον γένος ἐν τᾷ ἱστίᾳ Λοκρ. Ἐπιγρ. ἔκδ. Οἰκονομ. σ. 123, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155.
Greek Monolingual
ἐχεπάμων, -ον (Α)
επιγρ. αυτός που έχει νόμιμο δικαίωμα ιδιοκτησίας ως κληρονόμος ή αντιπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + επάμων (< έπομαι)].