ἐχμάζω: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_23) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχμάζω''': κρατῶ στερεῶς, [[κατέχω]], [[κωλύω]], [[ἐμποδίζω]], Εὐστ. 904, 4, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 265, Ἡσύχ.· πρβλ. [[ὀχμάζω]]. | |lstext='''ἐχμάζω''': κρατῶ στερεῶς, [[κατέχω]], [[κωλύω]], [[ἐμποδίζω]], Εὐστ. 904, 4, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 265, Ἡσύχ.· πρβλ. [[ὀχμάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[ἐχμάζω]]) [[έχμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[συγκρατώ]] [[κάτι]] με [[έχμα]], [[μποτσάρω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κρατώ]] [[κάτι]] [[στερεά]], [[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]], [[δεσμεύω]], [[στηρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
A hold fast, hinder, Eust.904.4, Sch.E.Or.265, Hsch.; cf. ὀχμάζω.
German (Pape)
[Seite 1126] halten, zusammen-, zurückhalten, Hesych. u. Schol. Eur. Or. 254.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχμάζω: κρατῶ στερεῶς, κατέχω, κωλύω, ἐμποδίζω, Εὐστ. 904, 4, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 265, Ἡσύχ.· πρβλ. ὀχμάζω.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐχμάζω) έχμα
νεοελλ.
ναυτ. συγκρατώ κάτι με έχμα, μποτσάρω
μσν.-αρχ.
κρατώ κάτι στερεά, συγκρατώ, εμποδίζω, δεσμεύω, στηρίζω.