ζυγοειδής: Difference between revisions
From LSJ
μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος → great is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage
(6_7) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῠγοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ζυγόν]], τὸ ζ. = [[ζύγωμα]] ΙΙΙ, Γαλην. 4, 13. | |lstext='''ζῠγοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ζυγόν]], τὸ ζ. = [[ζύγωμα]] ΙΙΙ, Γαλην. 4, 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζυγοειδής]], -ές (Α)<br />όμοιος με [[ζυγό]] («ζυγοειδῆ ὀστᾱ», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγό]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>είδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σφαιρο</i>-<i>ειδής</i>, <i>ωο</i>-<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like a yoke, ὀστᾶ Gal.14.721.
German (Pape)
[Seite 1141] ές, jochähnlich, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ζυγόν, τὸ ζ. = ζύγωμα ΙΙΙ, Γαλην. 4, 13.
Greek Monolingual
ζυγοειδής, -ές (Α)
όμοιος με ζυγό («ζυγοειδῆ ὀστᾱ», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -είδης (< είδος), πρβλ. σφαιρο-ειδής, ωο-ειδής].