ζυγωτός: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />joint ; attelé (de quatre chevaux).<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζυγόω]]. | |btext=ή, όν :<br />joint ; attelé (de quatre chevaux).<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζυγόω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ζυγωτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]], που ζύγωσε, που έχει πλησιάσει, ο [[κοντινός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζυγωτό</i><br /><b>βιολ.</b> το γονιμοποιημένο ωάριο που παράγεται από τη [[σύζευξη]] δύο ετερόφυλων γαμετών<br /><b>αρχ.</b><br />(για άρματα, άμαξες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει [[ζυγό]] («ζυγωτών αρμάτων», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «[[κοντινός]]» προέρχεται από το [[ζυγώνω]]<br />το ουδ. της λ. <i>το ζυγωτό</i>, όπως και το [[ζυγώτης]], αποτελούν αντιδάνειες λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>zygote</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]])<br />ο τ. με την αρχ. σημ. <span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ζυγόω)
A yoked, ἅρματα ζ. S.El.702.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγωτός: -ή, -όν, (ζυγόω) μετὰ ζυγοῦ, ἔχων ζυγόν, ἅρμα ζ., Λατ. biga, Σοφ. Ἠλ. 702.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
joint ; attelé (de quatre chevaux).
Étymologie: adj. verb. de ζυγόω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ζυγωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται κοντά, που ζύγωσε, που έχει πλησιάσει, ο κοντινός
2. το ουδ. ως ουσ. το ζυγωτό
βιολ. το γονιμοποιημένο ωάριο που παράγεται από τη σύζευξη δύο ετερόφυλων γαμετών
αρχ.
(για άρματα, άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ζυγό («ζυγωτών αρμάτων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κοντινός» προέρχεται από το ζυγώνω
το ουδ. της λ. το ζυγωτό, όπως και το ζυγώτης, αποτελούν αντιδάνειες λ., πρβλ. αγγλ. zygote (< ζυγόν)
ο τ. με την αρχ. σημ. < ζυγός.