ἠχόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(6_14)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠχόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, Λατ. sonipes, ἵπποι ἠχόποδες, Εὐστ. 918. 20.
|lstext='''ἠχόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, Λατ. sonipes, ἵπποι ἠχόποδες, Εὐστ. 918. 20.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠχόπους]], -ουν (Μ)<br />αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την [[κρούση]] τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λεπτό]]-[[πους]], <i>χρυσό</i>-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχόπους Medium diacritics: ἠχόπους Low diacritics: ηχόπους Capitals: ΗΧΟΠΟΥΣ
Transliteration A: ēchópous Transliteration B: ēchopous Transliteration C: ichopous Beta Code: h)xo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,= Lat.

   A sonipes, of horses, Eust. 918.20.

German (Pape)

[Seite 1180] ποδος, mit den Füßen lärmend, ἵπποι Eust. Il. 418, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, Λατ. sonipes, ἵπποι ἠχόποδες, Εὐστ. 918. 20.

Greek Monolingual

ἠχόπους, -ουν (Μ)
αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την κρούση τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -πους (< πους), πρβλ. λεπτό-πους, χρυσό-πους].