ἡνιοχεύς: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(Autenrieth)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ῆος = [[ἡνίοχος]]. (Il.)
|auten=ῆος = [[ἡνίοχος]]. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡνιοχεύς]], -έως, επικ. γεν. -ήος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ηνίοχος]] («υπό δ' έστρεφον ηνιοχήες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[αστερισμός]] του ηνιόχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος ποιητ. τ. του [[ηνίοχος]]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχεύς Medium diacritics: ἡνιοχεύς Low diacritics: ηνιοχεύς Capitals: ΗΝΙΟΧΕΥΣ
Transliteration A: hēniocheús Transliteration B: hēniocheus Transliteration C: iniocheys Beta Code: h(nioxeu/s

English (LSJ)

έως, Ep. ῆος, ὁ, poet. for

   A ἡνίοχος, ὑπὸ δ' ἔστρεφον ἡνιοχῆες Il.5.505; θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα    8 312, cf. APl.5.337; the constellation Auriga, Nonn.D.1.178, al.

German (Pape)

[Seite 1172] ὁ, poet. = ἡνίοχος, im plur. ἡνιοχῆες, Il. 5, 505. 8, 312. 16, 837. 19, 401; ἡνιοχῆα Nonn. D. 8, 256.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἡνίοχος, ὑπὸ δ’ ἔστρεφον ἡνιοχῆες Ἰλ. Ε. 505· θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα Θ. 312.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
c. ἡνίοχος.

English (Autenrieth)

ῆος = ἡνίοχος. (Il.)

Greek Monolingual

ἡνιοχεύς, -έως, επικ. γεν. -ήος, ὁ (Α)
1. ηνίοχος («υπό δ' έστρεφον ηνιοχήες», Ομ. Ιλ.)
2. ο αστερισμός του ηνιόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ποιητ. τ. του ηνίοχος].