θεμελιακός: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(6_10)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεμελιακός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, Σχόλ. Λυκ. 715.
|lstext='''θεμελιακός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, Σχόλ. Λυκ. 715.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θεμελιακός]], -ή, -όν) [[θεμέλιο]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στα θεμέλια ή αυτός που αποτελεί [[θεμέλιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βασικός]], [[ριζικός]], [[θεμελιώδης]] («οι θεμελιακές αρχές του σοσιαλισμού»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θεμελιακός]] και -<i>ά</i><br />θεμελιωδώς.
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμελῐᾰκός Medium diacritics: θεμελιακός Low diacritics: θεμελιακός Capitals: ΘΕΜΕΛΙΑΚΟΣ
Transliteration A: themeliakós Transliteration B: themeliakos Transliteration C: themeliakos Beta Code: qemeliako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the foundation, Sch.Lyc.615.

Greek (Liddell-Scott)

θεμελιακός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, Σχόλ. Λυκ. 715.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θεμελιακός, -ή, -όν) θεμέλιο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στα θεμέλια ή αυτός που αποτελεί θεμέλιο
νεοελλ.
μτφ. βασικός, ριζικός, θεμελιώδης («οι θεμελιακές αρχές του σοσιαλισμού»).
επίρρ...
θεμελιακός και -ά
θεμελιωδώς.