θανατικός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(Bailly1_3)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la mort : θανατικὴ [[δίκη]] PLUT procès capital, qui peut entraîner la mort.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la mort : θανατικὴ [[δίκη]] PLUT procès capital, qui peut entraîner la mort.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[θανατικός]], -ή, -όν) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική [[ποινή]]» β. «θανατική [[δίκη]]» — [[δίκη]] [[κατά]] την οποία η [[απόφαση]] [[περί]] ενοχής του κατηγορουμένου συνεπάγεται [[καταδίκη]] του σε θάνατο, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θανατικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[θανατηφόρος]] [[επιδημία]], [[λοιμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοιραίος]], [[ολέθριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θανατικῶς</i> (Μ)<br />με θανατικό τρόπο («θανατικῶς λέγεσθαι», <b>Ευστ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτικός Medium diacritics: θανατικός Low diacritics: θανατικός Capitals: ΘΑΝΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thanatikós Transliteration B: thanatikos Transliteration C: thanatikos Beta Code: qanatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A deadly, θ. ἐγκλήματα capital charges, D.S.37.5; νόμοι, ζημία, J.BJ3.5.7, AJ15.11.5; δίκη θ. trial on a capital charge, Plu.Per.10, Alex.42; of planetary influences, Vett. Val.129.4.    2 Medic., fatal, συνδρομή Gal.16.545.    3 Adv. -κῶς, λέγεσθαι, as expl. of δυσηλεγής, Eust.321.40.

German (Pape)

[Seite 1186] den Tod betreffend, zu ihm gehörig, δίκη, κρίσις, Proceß auf Tod u. Leben, Criminalproceß, Plut. Pericl. 10 Alex. 42 u. a. Sp.; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτικός: -ή, -όν, θανατηφόρος, θανάτου ἄξιος, θ. ἔγκλημα, «διὰ θάνατον», Διόδ. Ἐκλογ. 610. 39· δίκη, Λατ. capitalis, Πλούτ. Περικλ. 10. Ἀλεξ. 42· - θανατικόν, τό, ἐπιδημικὴ ἀσθένεια, λοιμός, πανώλης, Βυζ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 321. 41.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la mort : θανατικὴ δίκη PLUT procès capital, qui peut entraîner la mort.
Étymologie: θάνατος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM θανατικός, -ή, -όν) θάνατος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» — δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής του κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο, Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το θανατικό(ν)
θανατηφόρος επιδημία, λοιμός
αρχ.
μοιραίος, ολέθριος.
επίρρ...
θανατικῶς (Μ)
με θανατικό τρόπο («θανατικῶς λέγεσθαι», Ευστ.).