θυρσοχαρής: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui se plaît à porter un thyrse.<br />'''Étymologie:''' [[θύρσος]], [[χαίρω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui se plaît à porter un thyrse.<br />'''Étymologie:''' [[θύρσος]], [[χαίρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυρσοχαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που χαίρεται με τον θύρσο, δηλ. που ευφραίνεται με τις διονυσιακές πομπές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χάρος]], <i>το</i> «[[χαρά]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>χαρής</i>, [[περιχαρής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A delighting in the thyrsus, Inscr.Magn.215a.23, AP3.1 (Inscr. Cyzic.).
German (Pape)
[Seite 1228] ές, sich des Thyrsus freuend, Epigr. Cyzic. 1 (III, 1).
Greek (Liddell-Scott)
θυρσοχᾰρής: -ές, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θύρσῳ, Ἀνθ. Π. 3. 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se plaît à porter un thyrse.
Étymologie: θύρσος, χαίρω.
Greek Monolingual
θυρσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται με τον θύρσο, δηλ. που ευφραίνεται με τις διονυσιακές πομπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -χαρής (< χάρος, το «χαρά»), πρβλ. αιμο-χαρής, περιχαρής.