ἰδανός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(6_12)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδανός''': ῐ, όν, ([[ἰδεῖν]]) [[ὡραῖος]], [[ἐπίχαρις]], [[κομψός]], χάριτες Καλλ. Ἀποσπ. 467.
|lstext='''ἰδανός''': ῐ, όν, ([[ἰδεῖν]]) [[ὡραῖος]], [[ἐπίχαρις]], [[κομψός]], χάριτες Καλλ. Ἀποσπ. 467.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰδανός]], -όν (Α)<br />[[ωραίος]], [[κομψός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδείν]] (απρμφ. αόρ. β' του ορώ) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανός</i> [[κατά]] τα <i>ικ</i>-<i>ανός</i>, <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>. Η λ. χρησιμοποιείται ως επίθ. τών χαρίτων και παράγει το επίθ. [[ιδανικός]]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδᾰνός Medium diacritics: ἰδανός Low diacritics: ιδανός Capitals: ΙΔΑΝΟΣ
Transliteration A: idanós Transliteration B: idanos Transliteration C: idanos Beta Code: i)dano/s

English (LSJ)

[ῐ], όν, (ἰδεῖν)

   A fair, comely, χάριτες Call.Fr.535.

German (Pape)

[Seite 1235] ansehnlich, wohlgestaltet, Callim. bei Schol. Il. 14, 172.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδανός: ῐ, όν, (ἰδεῖν) ὡραῖος, ἐπίχαρις, κομψός, χάριτες Καλλ. Ἀποσπ. 467.

Greek Monolingual

ἰδανός, -όν (Α)
ωραίος, κομψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδείν (απρμφ. αόρ. β' του ορώ) + -ανός κατά τα ικ-ανός, πιθ-ανός. Η λ. χρησιμοποιείται ως επίθ. τών χαρίτων και παράγει το επίθ. ιδανικός].