θυρσάζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
(6_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυρσάζω''': [[φέρω]] ἢ [[πάλλω]] τὸν θύρσον, [[θυραδδοᾶν]] Λακων. μετχ. γεν. πληθ. θηλ. ἀντὶ θυρσαζουσῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 1313, [[ἔνθα]] ἴδε Δινδόρφ.
|lstext='''θυρσάζω''': [[φέρω]] ἢ [[πάλλω]] τὸν θύρσον, [[θυραδδοᾶν]] Λακων. μετχ. γεν. πληθ. θηλ. ἀντὶ θυρσαζουσῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 1313, [[ἔνθα]] ἴδε Δινδόρφ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυρσάζω]] (Α) [[θύρσος]]<br />[[κρατώ]] θύρσο, [[πάλλω]] με το [[χέρι]] μου θύρσο, [[θυρσοφορώ]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσάζω Medium diacritics: θυρσάζω Low diacritics: θυρσάζω Capitals: ΘΥΡΣΑΖΩ
Transliteration A: thyrsázō Transliteration B: thyrsazō Transliteration C: thyrsazo Beta Code: qursa/zw

English (LSJ)

   A bear or brandish the thyrsus, θυρσαδδωᾶν Lacon. part. gen. pl. fem. for θυρσαζουσῶν, Ar.Lys.1313.

German (Pape)

[Seite 1227] das Bacchusfest mit dem Thyrsus feiern; bei Ar. Lys. 1313 in lakonischer Form Βακχᾶν θυρσαδδωᾶν, od. nach dem cod. Rav. θυρσαδδοᾶν, für θυρσαζουσῶν.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσάζω: φέρωπάλλω τὸν θύρσον, θυραδδοᾶν Λακων. μετχ. γεν. πληθ. θηλ. ἀντὶ θυρσαζουσῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 1313, ἔνθα ἴδε Δινδόρφ.

Greek Monolingual

θυρσάζω (Α) θύρσος
κρατώ θύρσο, πάλλω με το χέρι μου θύρσο, θυρσοφορώ.