ἰκτερώδης: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰκτερώδης''': -ες, = [[ἰκτερικός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1111.
|lstext='''ἰκτερώδης''': -ες, = [[ἰκτερικός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1111.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰκτερώδης]], -ες (Α)<br />[[ικτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκτερος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>, (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δασ</i>-<i>ώδης</i>, <i>ελ</i>-<i>ώδης</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκτερώδης Medium diacritics: ἰκτερώδης Low diacritics: ικτερώδης Capitals: ΙΚΤΕΡΩΔΗΣ
Transliteration A: ikterṓdēs Transliteration B: ikterōdēs Transliteration C: ikterodis Beta Code: i)kterw/dhs

English (LSJ)

ες,= ἰκτεσικός, Hp.Epid.3.17.ιγ.

German (Pape)

[Seite 1249] ες, = ἰκτεριώδης, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκτερώδης: -ες, = ἰκτερικός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1111.

Greek Monolingual

ἰκτερώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. -ώδης, (πρβλ. δασ-ώδης, ελ-ώδης)].