ἰκρίωμα: Difference between revisions

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
(6_21)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰκρίωμα''': τό, [[κατασκεύασμα]] ἐκ ξύλων, [[εἶδος]] «σκαλωσιᾶς», «τὰ λεγόμενα ἰκριώματα, ἃ [[ἔξωθεν]] ἐπ’ ἀσφαλείᾳ τείχους πρῶτα τίθενται» Εὐστ. 903. 54, Ἡσύχ. ἐν λ. [[κατῆλιψ]].
|lstext='''ἰκρίωμα''': τό, [[κατασκεύασμα]] ἐκ ξύλων, [[εἶδος]] «σκαλωσιᾶς», «τὰ λεγόμενα ἰκριώματα, ἃ [[ἔξωθεν]] ἐπ’ ἀσφαλείᾳ τείχους πρῶτα τίθενται» Εὐστ. 903. 54, Ἡσύχ. ἐν λ. [[κατῆλιψ]].
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἰκρίωμα]]) [[ικριώ]]<br />προσωρινό [[κατασκεύασμα]] από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια [[οικοδομή]], η [[σκαλωσιά]]<br /><b>2.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]], [[εξέδρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξέδρα]] για την [[εκτέλεση]] καταδίκου με [[καρατόμηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἰκριώματα</i><br />τα στηρίγματα<br /><b>αρχ.</b><br />ξύλινο [[κατασκεύασμα]] σε [[σχήμα]] εξέδρας.
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκρίωμα Medium diacritics: ἰκρίωμα Low diacritics: ικρίωμα Capitals: ΙΚΡΙΩΜΑ
Transliteration A: ikríōma Transliteration B: ikriōma Transliteration C: ikrioma Beta Code: i)kri/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A scaffold, IG12.374.67 (ἱκ-), Hsch. s.v. κατῆλιψ.    II in pl.,= ἀντήριδες, Eust.903.54.

German (Pape)

[Seite 1249] τό, das Gerüst, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκρίωμα: τό, κατασκεύασμα ἐκ ξύλων, εἶδος «σκαλωσιᾶς», «τὰ λεγόμενα ἰκριώματα, ἃ ἔξωθεν ἐπ’ ἀσφαλείᾳ τείχους πρῶτα τίθενται» Εὐστ. 903. 54, Ἡσύχ. ἐν λ. κατῆλιψ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἰκρίωμα) ικριώ
προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά
2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα
νεοελλ.
εξέδρα για την εκτέλεση καταδίκου με καρατόμηση
μσν.
στον πληθ. τὰ ἰκριώματα
τα στηρίγματα
αρχ.
ξύλινο κατασκεύασμα σε σχήμα εξέδρας.