ἴνδαλμα: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />image, forme, apparence.<br />'''Étymologie:''' [[ἰνδάλλομαι]]. | |btext=ατος (τό) :<br />image, forme, apparence.<br />'''Étymologie:''' [[ἰνδάλλομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἴνδαλμα]]) [[ινδάλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[ομοίωμα]], [[μορφή]], [[εικόνα]]<br /><b>2.</b> [[πλάσμα]] της φαντασίας, ιδεατή [[μορφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ιδεώδες, ιδανικό<br /><b>2.</b> [[ιδεώδης]] ύπαρξη, [[αντικείμενο]] λατρείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδωλο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἰνδάλματα</i><br />οι ψευδαισθήσεις, οι παραισθήσεις. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A form, appearance, LXX Wi.17.3, Ael.NA17.35; ἴ. ψυχῆς,= εἴδωλον, IG3.1403: pl., ἰ. ζωῆς Plot.1.4.3; κρυφίων ἰνδάλματα πυρσῶν AP5.250 (Iren.); mental image, ἰ. καὶ δόκησις ψυχῆς Them.Or.26.327d: in pl., hallucinations, Luc.Gall.5, Aret.SD1.6.
German (Pape)
[Seite 1254] τό, Abbild, Ael. H. A. 17, 35 u. a. Sp., Iren. 3 (V, 251).
Greek (Liddell-Scott)
ἴνδαλμα: τό, μορφή, εἰκών, ὁμοίωμα, Λατ. species, Αἰλ. π. Ζ. 17. 35, Ἀνθ. Π. 5. 251, Λουκ., κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰνδάλματα· φαντάσματα, ἀφομοιώματα, εἰκόνες».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
image, forme, apparence.
Étymologie: ἰνδάλλομαι.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἴνδαλμα) ινδάλλομαι
1. ομοίωμα, μορφή, εικόνα
2. πλάσμα της φαντασίας, ιδεατή μορφή
νεοελλ.
1. ιδεώδες, ιδανικό
2. ιδεώδης ύπαρξη, αντικείμενο λατρείας
αρχ.
1. είδωλο
2. στον πληθ. τὰ ἰνδάλματα
οι ψευδαισθήσεις, οι παραισθήσεις.