ἰοβάπτης: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰοβάπτης''': -ου, ὁ, ὁ βαφεὺς [[ὅστις]] βάπτει μὲ [[χρῶμα]] τοῦ ἴου, Γλωσσ.
|lstext='''ἰοβάπτης''': -ου, ὁ, ὁ βαφεὺς [[ὅστις]] βάπτει μὲ [[χρῶμα]] τοῦ ἴου, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰοβάπτης]], ὁ (Α)<br />βαφέας που χρησιμοποιούσε στη [[βαφή]] [[χρώμα]] ίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βάπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τριχο</i>-[[βάπτης]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοβάπτης Medium diacritics: ἰοβάπτης Low diacritics: ιοβάπτης Capitals: ΙΟΒΑΠΤΗΣ
Transliteration A: iobáptēs Transliteration B: iobaptēs Transliteration C: iovaptis Beta Code: i)oba/pths

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ,

   A violet-dyer, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, der Violetfärber.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοβάπτης: -ου, ὁ, ὁ βαφεὺς ὅστις βάπτει μὲ χρῶμα τοῦ ἴου, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἰοβάπτης, ὁ (Α)
βαφέας που χρησιμοποιούσε στη βαφή χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βάπτης (< βάπτω), πρβλ. τριχο-βάπτης.