ἰσχνόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an

Menander, Monostichoi, 444
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a la voix grêle <i>ou</i> faible;<br /><b>2</b> qui bégaie.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσχνός]], [[φωνή]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a la voix grêle <i>ou</i> faible;<br /><b>2</b> qui bégaie.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσχνός]], [[φωνή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσχνόφωνος]], -ον, θηλ. και -η)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη [[φωνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσχνοφώνως</i> (Α)<br />με αδύνατη [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i><br />συνδεομένη η λ. με το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «[[τραυλός]]»].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνόφωνος Medium diacritics: ἰσχνόφωνος Low diacritics: ισχνόφωνος Capitals: ΙΣΧΝΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: ischnóphōnos Transliteration B: ischnophōnos Transliteration C: ischnofonos Beta Code: i)sxno/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A thin-voiced, weak-voiced, Phld. Po.2.25, Gal.17(1).186; of Isocrates, Plu.2.837a; of partridges, Antig.Mir.6; but,    II having an impediment in one's speech (connected by the Greeks with ἴσχω), οἱ ἰ. . . ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Arist.Pr.903a38, cf. 895a15, 905a21, AB100; ἰ. καὶ τραυλός Hdt.4.155, cf. Hp.Epid.1.19; ἰ. καὶ βραδύγλωσσος LXXEx.4.10, cf. Ezek. Exag.114; also of metals, etc., χρυσὸς καὶ λίθος ὑπὸ πληρότητος ἰ. καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c: metaph., ἡ φιλία ἰ. γέγονεν ἐν τῷ παρρησιάζεσθαι ib.89b. Adv. -φώνως Zos.Alch.p.108B.

German (Pape)

[Seite 1273] mit dünner, seiner Stimme, seinklingend; Plut. Symp. 8, 3, 2; Medic.; – im Sprechen anstoßend, stotternd, stammelnd, ἰσχν. καὶ τραυλός Her. 4, 155; Hippocr. u. Sp.; vgl. B. A. 100, 22 u. Arist. probl. 11, 35, wo es erkl. wird ὅτι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν, daher auch (z. B. von Bekk. bei Her.) ἰσχόφωνος geschrieben wird.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνόφωνος: -ον, ἔχων λεπτήν, ἀδύνατον ἢ ὀξεῖαν φωνήν, σχεδὸν ὡς τῷ λεπτόφωνος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, πρβλ. Γαλην. τ. 9, σ. 73, Πλούτ. 2. 89Β, 721C: - ἀλλά, ΙΙ. ἀλλαχοῦ φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχων κώλυμα ἐν τῇ φωνῇ, δυσκολευόμενος νὰ ὁμιλήσῃ, τραυλίζων (ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ ἁρμοδιωτέρα λέξις θὰ ἦτο τὸ ἰσχνόφωνος· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα καὶ οἱ Γραμματ. ὁμοφώνως ἀποδέχονται τὸ ἰσχνόφωνος, καὶ ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι οἱ ἰσχνόφωνοι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Προβλ. 11. 35, πρβλ. 10. 40., 11. 55, Α. Β. 100)· ἰσχν. καὶ τραυλὸς Ἡρόδ. 4. 155· - οὕτως ἰσχνοφωνία, Ἰων.-ίη, Ἱππ. 1040Β, Ἀριστ. Προβλ. 10. 40., 11, 30, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a la voix grêle ou faible;
2 qui bégaie.
Étymologie: ἰσχνός, φωνή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσχνόφωνος, -ον, θηλ. και -η)
(για πρόσ.) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη φωνή
αρχ.
1. τραυλός
2. (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο.
επίρρ...
ἰσχνοφώνως (Α)
με αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος
συνδεομένη η λ. με το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «τραυλός»].